Anonymous

εὐπέτεια: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπέτεια:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ευκολία]], <i>δι' εὐπετείας</i>, εύκολα, σε Ευρ.· πληθ., <i>εὐπετείας διδόναι</i>, [[παροχή]] ευκολιών, [[προσφορά]] ανέσεων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευκολία]] λήψης ή κατοχής πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''εὐπέτεια:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ευκολία]], <i>δι' εὐπετείας</i>, εύκολα, σε Ευρ.· πληθ., <i>εὐπετείας διδόναι</i>, [[παροχή]] ευκολιών, [[προσφορά]] ανέσεων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευκολία]] λήψης ή κατοχής πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπέτεια:''' ἡ<b class="num">1)</b> легкость: δι᾽ εὐπετείας Eur. и μετ᾽ εὐπετείας Plat. четко, с легкостью; εὐπετείας [[διδόναι]] Plat. облегчать, оказывать снисхождение;<br /><b class="num">2)</b> доступность, возможность свободно пользоваться (γυναικῶν Her.; τροφῆς Xen.; τῶν προθυμουμένων Plat.): ἀφελέσθαι τινὸς τῆς ἀγορᾶς τὴν εὐπέτειαν Plut. отрезать кому-л. пути к доставке продовольствия.
}}
}}