Anonymous

ἐπιπάρειμι: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐπιπάρειμι]] (Α) [[πάρειμι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[επίσης]] [[παρών]] («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς [[μετά]] Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρευρίσκομαι]] [[κάπου]] («οὐκ [[ἄνευ]] θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[κατέχω]] μια [[θέση]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐπιπάρειμι]] (Α) [[πάρειμι]]<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]] σε ψηλό [[μέρος]] παράλληλα με άλλον που πορεύεται σε χαμηλό («oἱ δὲ κατὰ τὸ [[ὄρος]] ἐπιπαριόντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[προσβάλλω]] από τα [[πλάγια]] («ἐπιπαριὼν τῷ δεξιῷ τιτρώσκεται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προχωρώ]] [[κατά]] [[μήκος]] της παρατάξεως του στρατού («ὁ [[στρατηγός]] ἐπιπαριὼν τὸ [[στρατόπεδον]]... παρεκελεύετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] να βοηθήσω κάποιον<br /><b>5.</b> περνώντας από [[κάπου]] [[επισκέπτομαι]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐπιπάρειμι]] (Α) [[πάρειμι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[επίσης]] [[παρών]] («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς [[μετά]] Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρευρίσκομαι]] [[κάπου]] («οὐκ [[ἄνευ]] θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[κατέχω]] μια [[θέση]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐπιπάρειμι]] (Α) [[πάρειμι]]<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]] σε ψηλό [[μέρος]] παράλληλα με άλλον που πορεύεται σε χαμηλό («oἱ δὲ κατὰ τὸ [[ὄρος]] ἐπιπαριόντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[προσβάλλω]] από τα [[πλάγια]] («ἐπιπαριὼν τῷ δεξιῷ τιτρώσκεται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προχωρώ]] [[κατά]] [[μήκος]] της παρατάξεως του στρατού («ὁ [[στρατηγός]] ἐπιπαριὼν τὸ [[στρατόπεδον]]... παρεκελεύετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] να βοηθήσω κάποιον<br /><b>5.</b> περνώντας από [[κάπου]] [[επισκέπτομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπάρειμι:''' ([[εἶμι]] [[ibo]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[οδεύω]], [[πορεύομαι]] παράλληλα με κάποιον, σε Ξεν. κ.λπ.· [[προσβάλλω]] κάποιον από τα πλάγια, με δοτ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]] προς [[βοήθεια]], σε [[συνδρομή]], [[επικουρία]] κάποιου, στον ίδ., Ξεν.·<br /><b class="num">3.</b> [[παρουσιάζομαι]] ενώπιον του στρατεύματος, για να του μιλήσω, σε Θουκ.<br /><b class="num">• [[ἐπιπάρειμι]]:</b> ([[εἰμί]] [[sum]]), είμαι [[παρών]], παρίσταμαι κι εγώ, [[παρευρίσκομαι]], σε Θουκ.
}}
}}