3,277,066
edits
(15) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐήνωρ]] και δωρ. τ. [[εὐάνωρ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που διεγείρει ή δυναμώνει τον άνδρα (α. «φέρον δ' εὐήνορα [[οἶνον]]» β. «φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]], [[χώρα]] <b>κ.λπ.</b>) [[εύανδρος]] («ἐν εὐάνορι Λυδοῡ Πέλοπος [[ἀποικία]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (για τον δούρειο ίππο με τους γενναίους πολεμιστές) «φυὴν εὐήνορος ἵππου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i>, αρχαία [[μορφή]] του [[ανήρ]] ως β' συνθετικού (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγ</i>-<i>ήνωρ</i>, <i>φθεισ</i>-<i>ήνωρ</i>)]. | |mltxt=[[εὐήνωρ]] και δωρ. τ. [[εὐάνωρ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που διεγείρει ή δυναμώνει τον άνδρα (α. «φέρον δ' εὐήνορα [[οἶνον]]» β. «φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]], [[χώρα]] <b>κ.λπ.</b>) [[εύανδρος]] («ἐν εὐάνορι Λυδοῡ Πέλοπος [[ἀποικία]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (για τον δούρειο ίππο με τους γενναίους πολεμιστές) «φυὴν εὐήνορος ἵππου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i>, αρχαία [[μορφή]] του [[ανήρ]] ως β' συνθετικού (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγ</i>-<i>ήνωρ</i>, <i>φθεισ</i>-<i>ήνωρ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐήνωρ:''' Δωρ. -άνωρ[ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που κοσμεί, στολίζει άνδρα, αυτός που ενισχύει τον άντρα, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |