Anonymous

εὐήνωρ: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐήνωρ:''' Δωρ. -άνωρ[ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που κοσμεί, στολίζει άνδρα, αυτός που ενισχύει τον άντρα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εὐήνωρ:''' Δωρ. -άνωρ[ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που κοσμεί, στολίζει άνδρα, αυτός που ενισχύει τον άντρα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήνωρ:''' дор. [[εὐάνωρ]] (ᾱ), ορος<br /><b class="num">1)</b> мужественный ([[λαός]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> подобающий мужам ([[χαλκός]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> укрепляющий мужество ([[οἶνος]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> изобилующий храбрецами ([[πόλις]] Pind.).
}}
}}