Anonymous

ἐπισάττω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισάττω]] και [[ἐπισάσσω]] (Α) [[σάττω]]<br />[[τοποθετώ]] [[σάγμα]] ([[σαμάρι]]) ή [[σέλλα]] σε [[υποζύγιο]], [[σαμαρώνω]], σελλώνω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φορτώνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φορτώνω]] κάποιον με [[κάτι]] («[[ἐπισάττω]] τὸν ὄνον σῡκα», Αλκίφρ.).
|mltxt=[[ἐπισάττω]] και [[ἐπισάσσω]] (Α) [[σάττω]]<br />[[τοποθετώ]] [[σάγμα]] ([[σαμάρι]]) ή [[σέλλα]] σε [[υποζύγιο]], [[σαμαρώνω]], σελλώνω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φορτώνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φορτώνω]] κάποιον με [[κάτι]] («[[ἐπισάττω]] τὸν ὄνον σῡκα», Αλκίφρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισάττω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, παρακ. Παθ. -[[σέσαγμαι]]· [[επισωρεύω]] φορτίο [[επάνω]] στην [[πλάτη]] ζώου, [[φορτώνω]], σε Ηρόδ.· <i>ἵππον ἐπ</i>., το σελώνω, το [[σαμαρώνω]], σε Ξεν.
}}
}}