ἐπισάττω
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
A pile a load upon, τι ἐπὶ ὄνους, ἐπὶ καμήλους, Hdt.1.194, 3.9; τι ὄνῳ J.AJ1.13.2; ἵππον ἐ. saddle it, X.Cyr.3.3.27, An.3.4.35: c. dupl. acc., load with, τὴν ὄνον σῦκα Alciphr.3.20.
2. heap up, τὴν ἐπισεσαγμένην γῆν Thphr. HP 7.2.5.
3. Pass., to be filled full, Gal.7.541.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπισάξω;
mettre une charge sur, charger sur : τι ἐπὶ ὄνους, ἐπὶ καμήλους HDT mettre une charge sur des ânes, sur des chameaux ; ἵππον XÉN seller et charger un cheval.
Étymologie: ἐπί, σάττω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισάττω: ἐπισωρεύω φορτίον ἐπάνω εἴς τινα, φορτώνω, τι ἐπὶ ὄνους, ἐπὶ καμήλους Ἡρόδ. 1. 194., 3. 9· ἵππον ἐπ., ἁπλῶς, ἐπιθέτω ἐπ’ αὐτὸν τὸ ἐφίππιον, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 27, Ἀν. 3. 4, 35· μετὰ διπλῆς αἰτ., φορτώνω τινὰ μέ τι, τὴν ὄνον σῦκα Ἀλκίφρων 3. 20. 2) ἐπισωρεύω, συσσωρεύω τὴν ἐπισεσαγμένην γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 5.
Greek Monolingual
ἐπισάττω και ἐπισάσσω (Α) σάττω
τοποθετώ σάγμα (σαμάρι) ή σέλλα σε υποζύγιο, σαμαρώνω, σελλώνω
αρχ.
1. φορτώνω πάνω σε κάτι («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», Ηρόδ.)
2. φορτώνω κάποιον με κάτι («ἐπισάττω τὸν ὄνον σῡκα», Αλκίφρ.).
Greek Monotonic
ἐπισάττω: μέλ. -ξω, παρακ. Παθ. -σέσαγμαι· επισωρεύω φορτίο επάνω στην πλάτη ζώου, φορτώνω, σε Ηρόδ.· ἵππον ἐπ., το σελώνω, το σαμαρώνω, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ξω perf. pass. -σέσαγμαι
to pile a load upon a beast's back, Hdt.; ἵππον ἐπ. to saddle it, Xen.
German (Pape)
att. = ἐπισάσσω.