Anonymous

παλαιός: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -ό (ΑΜ [[παλαιός]], -ά, -όν, Α αιολ. τ. [[πάλαος]], βοιωτ. [[παληός]], λακων. τ. παλεός)<br /><b>βλ.</b> [[παλιός]].
|mltxt=-ά, -ό (ΑΜ [[παλαιός]], -ά, -όν, Α αιολ. τ. [[πάλαος]], βοιωτ. [[παληός]], λακων. τ. παλεός)<br /><b>βλ.</b> [[παλιός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλαιός:''' -ά, -όν, ανωμ. συγκρ. και υπερθ. <i>παλαιότερος</i>, <i>-ότατος</i>, [[αλλά]] οι συνήθεις τύποι είναι [[παλαίτερος]], <i>-αίτατος</i> (προέρχονται από το [[πάλαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παλιός]] στα χρόνια, <b>α)</b> λέγεται για ανθρώπους, [[μεγάλος]], ηλικιωμένος, ἢ [[νέος]] ἠὲ [[παλαιός]], σε Όμηρ.· παλαιὸς [[γέρων]], παλαιὰ [[γρηῦς]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>χρόνῳ παλαιῷ</i>, σε Σοφ. <b>β)</b> λέγεται για πράγματα, [[οἶνος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[νῆες]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει στα [[παλιά]] χρόνια, [[αρχαίος]],<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για ανθρώπους, σε Όμηρ.· [[Μίνως]] [[παλαίτατος]] ὧν ἀκοῇ [[ἴσμεν]], σε Θουκ.· <i>οἱ παλαιοί</i>, οι αρχαίοι, Λατ. [[veteres]], στον ίδ. <b>2. α)</b> λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τὸ παλαιόν</i>, ως επίθ., όπως τὸ [[πάλαι]], [[παλιά]], [[άλλοτε]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐκ παλαιοῦ</i>, από [[παλιά]], στον ίδ.· <i>ἐκ παλαιτέρου</i>, από παλιότερα, στον ίδ.· <i>ἐκ παλαιτάτου</i>, σε Θουκ. <b>β)</b> λέγεται για πράγματα επίσης, διατηρημένος, φθαρμένος, απαρχαιωμένος, [[παλιός]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}