Anonymous

οὖλον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὖλον:''' τό, [[κυρίως]] στον πληθ. <i>οὖλα</i>, <i>τά</i>, τα ούλα, τα τμήματα της στοματικής κοιλότητας που περιβάλλουν τα δόντια, σε Αισχύλ., Πλάτ.
|lsmtext='''οὖλον:''' τό, [[κυρίως]] στον πληθ. <i>οὖλα</i>, <i>τά</i>, τα ούλα, τα τμήματα της στοματικής κοιλότητας που περιβάλλουν τα δόντια, σε Αισχύλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὖλον:''' τό (преимущ. pl.) десна Aesch., Plat., Arst.
}}
}}