Anonymous

μορφή: Difference between revisions

From LSJ
1,074 bytes added ,  30 December 2018
5
(25)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μορφή]], Α δωρ. τ. μορφά)<br /><b>1.</b> το [[πρόσωπο]] του ανθρώπου, [[θωριά]], [[παρουσιαστικό]] (α. «όποια η [[μορφή]] τέτοια και η [[ψυχή]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι η εξωτερική [[εμφάνιση]] του ανθρώπου αντικατοπτρίζει τον [[ψυχικό]] του κόσμο<br />β. «δες [[μορφή]] και δες [[ψυχή]]» γ. «αποκρουστική [[μορφή]]»)<br /><b>2.</b> η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, η [[εμφάνιση]], το εξωτερικό, το [[σχήμα]], η [[φόρμα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]], [[γένος]], [[ποικιλία]] («πολλαί γε πολλοῑς εἰσι συμφοραὶ βροτοῑς, μορφαὶ δὲ διαφέρουσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> (στη [[μεταφυσική]]) η «ἐνεργείᾳ», καθοριστική [[αρχή]] τών πραγμάτων, όπως αυτή διακρίνεται από την ύλη, την «δυνάμει» [[αρχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για δημιουργήματα του λόγου και της τέχνης) η εξωτερική υφή, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εσωτερικό, εννοιολογικό [[περιεχόμενο]], ο [[τρόπος]] έκφρασης, το ύφος<br /><b>2.</b> (καλ. τέχν.) η εκφραστική πλαστική [[δομή]] του έργου τέχνης<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τύπος]], [[είδος]] κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού («οι διάφορες μορφές τών πολιτευμάτων»)<br />β) [[φάση]] εξέλιξης ενός όντος, μιας κατάστασης ή ενέργειας (α. «οι μορφές ανάπτυξης του εμβρύου» β. «η απεργιακή [[κινητοποίηση]] πήρε ανησυχητική [[μορφή]]»)<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> μαθηματική [[έκφραση]] ορισμένου τύπου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ατελής]] [[μορφή]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> το [[στάδιο]] του βιολογικού κύκλου ενὸς μύκητα [[κατά]] το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται αγενώς<br />β) «τέλεια [[μορφή]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> το [[στάδιο]] του βιολογικού κύκλου ενός μύκητα [[κατά]] το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται εγγενώς<br />γ) «[[ψυχολογία]] της μορφής» — [[σχολή]] της ψυχολογίας του 20ού αιώνα που έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη [[μελέτη]] της αντίληψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ωραίο]] [[σχήμα]], η [[ωραιότητα]] της μορφής<br /><b>2.</b> το σωματικό [[κάλλος]], η [[ομορφιά]]<br /><b>3.</b> [[χρώμα]] προσώπου<br /><b>4.</b> η φαινομενική [[μορφή]], σε [[αντίθεση]] με το [[είδος]], με την αληθινή [[μορφή]] («ἀλλάτοντα τὸ [[εἶδος]] αὑτοῡ εἰς πολλάς μορφάς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μορφή]] εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] μιας ρίζας <i>μερφ</i>- η οποία μαρτυρείται μόνο στη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[ἀμερφές]]<br />αἰσχρόν». Η ύπαρξη ενός αμάρτυρου ουδ. <i>μέρφος</i> που θα αντιστοιχούσε με τη [[μορφή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γένος]]: [[γονή]]) και ενός ρήματος <i>μέρφω</i> παραμένει υποθετική. Η λ. ανάγεται πιθ. στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>mer</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[αστράφτω]], [[λάμπω]]» και συνδέεται πιθ. με [[μόρφνος]]. Το λατ. <i>f</i><i>ō</i><i>rma</i> [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική, με ετρουσκική [[επίδραση]], [[παρά]] τα προβλήματα που γεννά το μακρό -<i>ō</i>- της Λατινικής. Στην αρχ. Ελληνική η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[ωραιότητα]], σωματικό [[κάλλος]], ως συνώνυμο τών [[χάρις]], [[κάλλος]] [[αλλά]] με σημαντικές διαφορές σε [[σχέση]] με τα [[εἶδος]], <i>φυή</i>. Στη Νεοελληνική η λ. [[μορφή]] έλαβε τη σημ. της εξωτερικής υφής, του τύπου ενός πράγματος και χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στην επιστημονική [[ορολογία]], ενώ, για να δηλώσει το σωματικό [[κάλλος]], επικράτησε η λ. [[ομορφιά]]. Με τη λ. [[μορφή]] ως α' συνθετικό σχηματίστηκαν πολλοί ξεν. επιστημονικοί όροι (<b>[[πρβλ]].</b> [[μορφολογία]], [[μορφογένεση]], [[μορφομετρικός]]), οι οποίοι εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνειοι.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μορφάζω]], [[Μορφεύς]](-<i>έας</i>), [[μορφώνω]] (-<i>όω</i> / -<i>άω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μορφήεις]], [[μορφύνω]], [[Μορφώ]], [[μόρφων]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μορφίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μόρφημα]], [[μορφικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μορφοειδής]], [[μορφοεμφέρεια]], [[μορφόλυκος]], [[μορφοφανής]], [[μορφόχρους]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μορφοσκόπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μορφοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μορφάλλαξη]], [[μορφογένεση]], [[μορφολογία]], [[μορφομετρικός]], [[μορφοποίηση]], [[μορφοτροπέας]], [[μορφοτροπία]], <i>μορφοφοβία</i>, [[μορφοφωνηματική]], [[μορφοφωνολογία]]. (Β' συνθετικό) [[αγλαόμορφος]], [[αγριόμορφος]], [[αετόμορφος]], <i>αλληλόμορφος</i>, [[αλλόμορφος]], <i>αλογόμορφος</i>, [[άμορφος]], [[ανθρωπόμορφος]], [[αυτόμορφος]], [[γυναικόμορφος]], [[δίμορφος]], [[δύσμορφος]], [[έμμορφος]], [[ετερόμορφος]], [[εύμορφος]], [[ζωόμορφος]], [[ηλιόμορφος]], [[θεόμορφος]], [[θηριόμορφος]], [[ιδιόμορφος]], [[κακόμορφος]], [[καλλίμορφος]], [[καλόμορφος]], [[κριόμορφος]], [[λεοντόμορφος]], [[λυκόμορφος]], [[μυριόμορφος]], [[ομοιόμορφος]], [[πεντάμορφος]], [[πιθηκόμορφος]], [[πολύμορφος]], [[τερατόμορφος]], [[τρίμορφος]], [[χαριτόμορφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αιολόμορφος]], [[αλλοιόμορφος]], [[ανδρόμορφος]], <i>αντίμορφος</i>, <i>αξιόμορφος</i>, <i>απόμορφος</i>, [[αρκτόμορφος]], [[αρσενόμορφος]], <i>γυπόμορφος</i>, [[διάμορφος]], [[δίμορφος]], [[δρακοντόμορφος]], [[δωδεκάμορφος]], <i>ειδωλόμορφος</i>, <i>εικονόμορφος</i>, [[ειλικόμορφος]], <i>εννεάμορφος</i>, [[εσπερόμορφος]], [[ηερόμορφος]], [[θεατρόμορφος]], [[θηλύμορφος]], [[ιερακόμορφος]], [[ιππόμορφος]], <i>κωνόμορφος</i>, [[κνωπόμορφος]], [[κυνόμορφος]], [[λυκαινόμορφος]], [[ορνεόμορφος]], [[πάμμορφος]], [[πανεύμορφος]], [[παντεύμορφος]], [[σύμμορφος]], [[σφαιρόμορφος]], [[ταυρεόμορφος]], [[τετράμορφος]], [[υγρόμορφος]], [[χλοόμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγελόμορφος]], [[αερόμορφος]], [[αιθερόμορφος]], [[αιλουρόμορφος]], [[ακτινόμορφος]], [[αμπελόμορφος]], [[ανομοιόμορφος]], [[απαισιόμορφος]], [[απειρόμορφος]], [[αστερόμορφος]], <i>βαλανόμορφος</i>, [[γραόμορφος]], [[δακρυόμορφος]], <i>διπλόμορφος</i>, [[έμμορφος]], [[εναντιόμορφος]], [[ερπετόμορφος]], [[ερυθρόμορφος]], [[ζυγόμορφος]], [[θυσανόμορφος]], [[ιχθυόμορφος]], [[κορακόμορφος]], [[κτηνόμορφος]], [[λειχηνόμορφος]], <i>λωτόμορφος</i>, [[μελανόμορφος]], [[ξενόμορφος]], [[ολόμορφος]], <i>όμορφος</i>, [[οστεόμορφος]], [[οφιόμορφος]], <i>πανέμμορφος</i>, <i>παπυρόμορφος</i>, [[πλειόμορφος]], <i>πυργόμορφος</i>, [[ριζόμορφος]], <i>φοινικόμορφος</i>.]
|mltxt=η (ΑΜ [[μορφή]], Α δωρ. τ. μορφά)<br /><b>1.</b> το [[πρόσωπο]] του ανθρώπου, [[θωριά]], [[παρουσιαστικό]] (α. «όποια η [[μορφή]] τέτοια και η [[ψυχή]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι η εξωτερική [[εμφάνιση]] του ανθρώπου αντικατοπτρίζει τον [[ψυχικό]] του κόσμο<br />β. «δες [[μορφή]] και δες [[ψυχή]]» γ. «αποκρουστική [[μορφή]]»)<br /><b>2.</b> η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, η [[εμφάνιση]], το εξωτερικό, το [[σχήμα]], η [[φόρμα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]], [[γένος]], [[ποικιλία]] («πολλαί γε πολλοῑς εἰσι συμφοραὶ βροτοῑς, μορφαὶ δὲ διαφέρουσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> (στη [[μεταφυσική]]) η «ἐνεργείᾳ», καθοριστική [[αρχή]] τών πραγμάτων, όπως αυτή διακρίνεται από την ύλη, την «δυνάμει» [[αρχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για δημιουργήματα του λόγου και της τέχνης) η εξωτερική υφή, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το εσωτερικό, εννοιολογικό [[περιεχόμενο]], ο [[τρόπος]] έκφρασης, το ύφος<br /><b>2.</b> (καλ. τέχν.) η εκφραστική πλαστική [[δομή]] του έργου τέχνης<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τύπος]], [[είδος]] κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού («οι διάφορες μορφές τών πολιτευμάτων»)<br />β) [[φάση]] εξέλιξης ενός όντος, μιας κατάστασης ή ενέργειας (α. «οι μορφές ανάπτυξης του εμβρύου» β. «η απεργιακή [[κινητοποίηση]] πήρε ανησυχητική [[μορφή]]»)<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> μαθηματική [[έκφραση]] ορισμένου τύπου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ατελής]] [[μορφή]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> το [[στάδιο]] του βιολογικού κύκλου ενὸς μύκητα [[κατά]] το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται αγενώς<br />β) «τέλεια [[μορφή]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> το [[στάδιο]] του βιολογικού κύκλου ενός μύκητα [[κατά]] το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται εγγενώς<br />γ) «[[ψυχολογία]] της μορφής» — [[σχολή]] της ψυχολογίας του 20ού αιώνα που έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη [[μελέτη]] της αντίληψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ωραίο]] [[σχήμα]], η [[ωραιότητα]] της μορφής<br /><b>2.</b> το σωματικό [[κάλλος]], η [[ομορφιά]]<br /><b>3.</b> [[χρώμα]] προσώπου<br /><b>4.</b> η φαινομενική [[μορφή]], σε [[αντίθεση]] με το [[είδος]], με την αληθινή [[μορφή]] («ἀλλάτοντα τὸ [[εἶδος]] αὑτοῡ εἰς πολλάς μορφάς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μορφή]] εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] μιας ρίζας <i>μερφ</i>- η οποία μαρτυρείται μόνο στη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[ἀμερφές]]<br />αἰσχρόν». Η ύπαρξη ενός αμάρτυρου ουδ. <i>μέρφος</i> που θα αντιστοιχούσε με τη [[μορφή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γένος]]: [[γονή]]) και ενός ρήματος <i>μέρφω</i> παραμένει υποθετική. Η λ. ανάγεται πιθ. στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>mer</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[αστράφτω]], [[λάμπω]]» και συνδέεται πιθ. με [[μόρφνος]]. Το λατ. <i>f</i><i>ō</i><i>rma</i> [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική, με ετρουσκική [[επίδραση]], [[παρά]] τα προβλήματα που γεννά το μακρό -<i>ō</i>- της Λατινικής. Στην αρχ. Ελληνική η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[ωραιότητα]], σωματικό [[κάλλος]], ως συνώνυμο τών [[χάρις]], [[κάλλος]] [[αλλά]] με σημαντικές διαφορές σε [[σχέση]] με τα [[εἶδος]], <i>φυή</i>. Στη Νεοελληνική η λ. [[μορφή]] έλαβε τη σημ. της εξωτερικής υφής, του τύπου ενός πράγματος και χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στην επιστημονική [[ορολογία]], ενώ, για να δηλώσει το σωματικό [[κάλλος]], επικράτησε η λ. [[ομορφιά]]. Με τη λ. [[μορφή]] ως α' συνθετικό σχηματίστηκαν πολλοί ξεν. επιστημονικοί όροι (<b>[[πρβλ]].</b> [[μορφολογία]], [[μορφογένεση]], [[μορφομετρικός]]), οι οποίοι εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνειοι.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μορφάζω]], [[Μορφεύς]](-<i>έας</i>), [[μορφώνω]] (-<i>όω</i> / -<i>άω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μορφήεις]], [[μορφύνω]], [[Μορφώ]], [[μόρφων]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μορφίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μόρφημα]], [[μορφικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μορφοειδής]], [[μορφοεμφέρεια]], [[μορφόλυκος]], [[μορφοφανής]], [[μορφόχρους]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μορφοσκόπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μορφοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μορφάλλαξη]], [[μορφογένεση]], [[μορφολογία]], [[μορφομετρικός]], [[μορφοποίηση]], [[μορφοτροπέας]], [[μορφοτροπία]], <i>μορφοφοβία</i>, [[μορφοφωνηματική]], [[μορφοφωνολογία]]. (Β' συνθετικό) [[αγλαόμορφος]], [[αγριόμορφος]], [[αετόμορφος]], <i>αλληλόμορφος</i>, [[αλλόμορφος]], <i>αλογόμορφος</i>, [[άμορφος]], [[ανθρωπόμορφος]], [[αυτόμορφος]], [[γυναικόμορφος]], [[δίμορφος]], [[δύσμορφος]], [[έμμορφος]], [[ετερόμορφος]], [[εύμορφος]], [[ζωόμορφος]], [[ηλιόμορφος]], [[θεόμορφος]], [[θηριόμορφος]], [[ιδιόμορφος]], [[κακόμορφος]], [[καλλίμορφος]], [[καλόμορφος]], [[κριόμορφος]], [[λεοντόμορφος]], [[λυκόμορφος]], [[μυριόμορφος]], [[ομοιόμορφος]], [[πεντάμορφος]], [[πιθηκόμορφος]], [[πολύμορφος]], [[τερατόμορφος]], [[τρίμορφος]], [[χαριτόμορφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αιολόμορφος]], [[αλλοιόμορφος]], [[ανδρόμορφος]], <i>αντίμορφος</i>, <i>αξιόμορφος</i>, <i>απόμορφος</i>, [[αρκτόμορφος]], [[αρσενόμορφος]], <i>γυπόμορφος</i>, [[διάμορφος]], [[δίμορφος]], [[δρακοντόμορφος]], [[δωδεκάμορφος]], <i>ειδωλόμορφος</i>, <i>εικονόμορφος</i>, [[ειλικόμορφος]], <i>εννεάμορφος</i>, [[εσπερόμορφος]], [[ηερόμορφος]], [[θεατρόμορφος]], [[θηλύμορφος]], [[ιερακόμορφος]], [[ιππόμορφος]], <i>κωνόμορφος</i>, [[κνωπόμορφος]], [[κυνόμορφος]], [[λυκαινόμορφος]], [[ορνεόμορφος]], [[πάμμορφος]], [[πανεύμορφος]], [[παντεύμορφος]], [[σύμμορφος]], [[σφαιρόμορφος]], [[ταυρεόμορφος]], [[τετράμορφος]], [[υγρόμορφος]], [[χλοόμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγελόμορφος]], [[αερόμορφος]], [[αιθερόμορφος]], [[αιλουρόμορφος]], [[ακτινόμορφος]], [[αμπελόμορφος]], [[ανομοιόμορφος]], [[απαισιόμορφος]], [[απειρόμορφος]], [[αστερόμορφος]], <i>βαλανόμορφος</i>, [[γραόμορφος]], [[δακρυόμορφος]], <i>διπλόμορφος</i>, [[έμμορφος]], [[εναντιόμορφος]], [[ερπετόμορφος]], [[ερυθρόμορφος]], [[ζυγόμορφος]], [[θυσανόμορφος]], [[ιχθυόμορφος]], [[κορακόμορφος]], [[κτηνόμορφος]], [[λειχηνόμορφος]], <i>λωτόμορφος</i>, [[μελανόμορφος]], [[ξενόμορφος]], [[ολόμορφος]], <i>όμορφος</i>, [[οστεόμορφος]], [[οφιόμορφος]], <i>πανέμμορφος</i>, <i>παπυρόμορφος</i>, [[πλειόμορφος]], <i>πυργόμορφος</i>, [[ριζόμορφος]], <i>φοινικόμορφος</i>.]
}}
{{lsm
|lsmtext='''μορφή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μορφή]], [[σχήμα]], Λατ. [[forma]], <i>σοὶ δ' ἐπὶ μὲν μορφὴ ἐπέων</i>, έχεις τη [[δύναμη]] να δίνεις [[μορφή]] στα [[λόγια]] [[σου]], δηλ. να δίνεις μια [[απόχρωση]] αλήθειας στα ψέματά [[σου]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει</i>, ο Θεός προσθέτει το [[στέμμα]] της ομορφιάς, της ευγλωττίας στα [[λόγια]] του, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μορφή]], [[σχήμα]], [[εικόνα]], [[ιδίως]] όπως το Λατ. [[forma]], εξαιρετική ή θεσπέσια [[μορφή]], [[ομορφιά]], σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[μορφή]], [[σχήμα]], [[διάπλαση]], [[εμφάνιση]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[μορφή]], είδος, [[τύπος]], σε Ευρ., Πλάτ.
}}
}}