Anonymous

δολιχόσκιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δολιχόσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δολιχόσκιον [[ἔγχος]]» <b>Όμ.</b><br />που ρίχνει [[μακριά]] [[σκιά]]<br /><b>2.</b> [[μακρύς]] («[[δολιχόσκιος]] οὐρή», «[[δολιχόσκιος]] ἰός»).
|mltxt=[[δολιχόσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δολιχόσκιον [[ἔγχος]]» <b>Όμ.</b><br />που ρίχνει [[μακριά]] [[σκιά]]<br /><b>2.</b> [[μακρύς]] («[[δολιχόσκιος]] οὐρή», «[[δολιχόσκιος]] ἰός»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχόσκιος:''' -ον ([[δολιχός]], σκία), επίθ. του [[ἔγχος]], αυτός που ρίχνει [[μακριά]] [[σκιά]], μακρύ ίσκιο· ή αντί <i>δολιχόσχιος</i> ([[ὄσχος]]), αυτός που έχει μακρύ [[κοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}