3,277,243
edits
(18) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καθόλου]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> γενικά, εν γένει, συνολικά («[[καθόλου]] εἰπεῑν»)<br /><b>2.</b> (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) [[διόλου]], [[ουδόλως]], [[ουδαμώς]] (α. «[[απόψε]] δεν κοιμήθηκα [[καθόλου]]» β. «είσαι [[ευχαριστημένος]];» «[[καθόλου]]» γ. «οὐδὲ [[καθόλου]] μακρὸν πλοῑον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σε ερωτήσεις) λίγο, [[κάπως]] («μέ θυμήθηκες [[καθόλου]];»)<br /><b>2.</b> (έναρθρο) <i>τα [[καθόλου]]<br />τα γενικά<br /><b>μσν.</b><br />(σε θετ. πρότ.) εντελώς, πλήρως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[λογική]]) το γενικό, σε [[αντιδιαστολή]] με το «καθ' έκαστον», με το ειδικό («[[λέγω]] δὲ [[καθόλου]] μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῑσθαι, καθ' ἕκαστον δὲ τὸ μή», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (έναρθρο) α) <i>ὁ [[καθόλου]]<br />[[γενικός]], [[συνολικός]], [[καθολικός]]<br />β) <i>τὰ [[καθόλου]]<br />οι γενικές αλήθειες<br /><b>3.</b> (με το [[άρθρο]] τὸ) «τὸ [[καθόλου]]» — [[αντί]] του απλού [[καθόλου]] («τὸ [[καθόλου]] μη φθέγγεσθαι», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τῶν [[καθόλου]] πραγμάτων [[τάξις]]» — η παγκόσμια [[ιστορία]], <b>Πολ.</b><br />β) «ἡ [[καθόλου]] [[ἐκκλησία]]» — η παγκόσμια χριστιανική [[εκκλησία]], Σωζόμ.<br />γ) «Ἡ [[καθόλου]] [[προσῳδία]]» ή απλὼς «Η [[καθόλου]]» — [[τίτλος]] έργου του Ηρωδιανού [[περί]] τόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. φρ. «<i>καθ</i>' <i>ὅλου</i>» (ενν. <i>μέρους</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κατά]] <span style="color: red;">+</span> γεν. εν. του ουδ. γένους του ποσοδείκτη [[ὅλος]]- -<i>η</i> -<i>ον</i>. Η αρχικὴ [[σημασία]] ήταν «γενικά, στο [[σύνολο]], εντελώς», εξελίχθηκε όμως στην αντίθετή της «[[ουδόλως]], [[ουδαμώς]]»]. | |mltxt=(AM [[καθόλου]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> γενικά, εν γένει, συνολικά («[[καθόλου]] εἰπεῑν»)<br /><b>2.</b> (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) [[διόλου]], [[ουδόλως]], [[ουδαμώς]] (α. «[[απόψε]] δεν κοιμήθηκα [[καθόλου]]» β. «είσαι [[ευχαριστημένος]];» «[[καθόλου]]» γ. «οὐδὲ [[καθόλου]] μακρὸν πλοῑον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σε ερωτήσεις) λίγο, [[κάπως]] («μέ θυμήθηκες [[καθόλου]];»)<br /><b>2.</b> (έναρθρο) <i>τα [[καθόλου]]<br />τα γενικά<br /><b>μσν.</b><br />(σε θετ. πρότ.) εντελώς, πλήρως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[λογική]]) το γενικό, σε [[αντιδιαστολή]] με το «καθ' έκαστον», με το ειδικό («[[λέγω]] δὲ [[καθόλου]] μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῑσθαι, καθ' ἕκαστον δὲ τὸ μή», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (έναρθρο) α) <i>ὁ [[καθόλου]]<br />[[γενικός]], [[συνολικός]], [[καθολικός]]<br />β) <i>τὰ [[καθόλου]]<br />οι γενικές αλήθειες<br /><b>3.</b> (με το [[άρθρο]] τὸ) «τὸ [[καθόλου]]» — [[αντί]] του απλού [[καθόλου]] («τὸ [[καθόλου]] μη φθέγγεσθαι», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τῶν [[καθόλου]] πραγμάτων [[τάξις]]» — η παγκόσμια [[ιστορία]], <b>Πολ.</b><br />β) «ἡ [[καθόλου]] [[ἐκκλησία]]» — η παγκόσμια χριστιανική [[εκκλησία]], Σωζόμ.<br />γ) «Ἡ [[καθόλου]] [[προσῳδία]]» ή απλὼς «Η [[καθόλου]]» — [[τίτλος]] έργου του Ηρωδιανού [[περί]] τόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. φρ. «<i>καθ</i>' <i>ὅλου</i>» (ενν. <i>μέρους</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κατά]] <span style="color: red;">+</span> γεν. εν. του ουδ. γένους του ποσοδείκτη [[ὅλος]]- -<i>η</i> -<i>ον</i>. Η αρχικὴ [[σημασία]] ήταν «γενικά, στο [[σύνολο]], εντελώς», εξελίχθηκε όμως στην αντίθετή της «[[ουδόλως]], [[ουδαμώς]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καθόλου:''' ([[ὅλος]]), ως επίρρ., εν γένει, γενικά, αντί <i>καθ' ὅλου</i>, σε Αριστ. κ.λπ.· οὐ [[καθόλου]], [[ουδόλως]], [[καθόλου]], σε Δημ. | |||
}} | }} |