Anonymous

κατάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάνομαι]] (Α)<br />ξοδεύομαι ή καταδαπανώμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνομαι]] (παθ. τ. του <i>ἄνω</i> [Ι] «[[τελειώνω]]»)].
|mltxt=[[κατάνομαι]] (Α)<br />ξοδεύομαι ή καταδαπανώμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνομαι]] (παθ. τ. του <i>ἄνω</i> [Ι] «[[τελειώνω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάνομαι:''' Παθ. ([[ἄνω]]), καταναλώνομαι, εξαντλούμαι ή φθείρομαι, σπαταλιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}