Anonymous

κατάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάνομαι:''' Παθ. ([[ἄνω]]), καταναλώνομαι, εξαντλούμαι ή φθείρομαι, σπαταλιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κατάνομαι:''' Παθ. ([[ἄνω]]), καταναλώνομαι, εξαντλούμαι ή φθείρομαι, σπαταλιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάνομαι:''' (ᾱν) (только praes.) быть истребляемым, уничтожаться, гибнуть (τὰ πολλὰ κατάνεται Hom.).
}}
}}