Anonymous

ποτανός: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, και [[ποτηνός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πετάει, ο [[φτερωτός]] (α. «ποτανοὶ οἰωνοί», <b>Ευρ.</b><br />β. «ποτανὰ πέδιλα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποτανά</i><br />τα πτηνά («αἰετὸς [[ὠκὺς]] ἐν ποτανοῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποτανὸς ἐν Μοίσαισι» — αυτός που επιχειρεί [[υψηλά]] πετάγματα στην [[τέχνη]], ο εμπνευσμένος [[ποιητής]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «ποτανά μηχανά» — η φτερωτή [[τέχνη]], η [[ποίηση]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) <b>παροιμ.</b> «διώκει παῑς ποτανὸν ὄρνιν» — το μικρό [[παιδί]] κυνηγάει το [[πουλί]] να τὸ πιάσει, [[δηλαδή]] [[είναι]] [[μάταιος]] [[κόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποτ</i>- του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> [[τραγανός]]). Ο τ. πιθ. έχει παραχθεί από τη λ. [[ποτή]] ή από το ρ. [[ποτάομαι]].
|mltxt=-ά, -όν, και [[ποτηνός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πετάει, ο [[φτερωτός]] (α. «ποτανοὶ οἰωνοί», <b>Ευρ.</b><br />β. «ποτανὰ πέδιλα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποτανά</i><br />τα πτηνά («αἰετὸς [[ὠκὺς]] ἐν ποτανοῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποτανὸς ἐν Μοίσαισι» — αυτός που επιχειρεί [[υψηλά]] πετάγματα στην [[τέχνη]], ο εμπνευσμένος [[ποιητής]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «ποτανά μηχανά» — η φτερωτή [[τέχνη]], η [[ποίηση]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) <b>παροιμ.</b> «διώκει παῑς ποτανὸν ὄρνιν» — το μικρό [[παιδί]] κυνηγάει το [[πουλί]] να τὸ πιάσει, [[δηλαδή]] [[είναι]] [[μάταιος]] [[κόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποτ</i>- του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> [[τραγανός]]). Ο τ. πιθ. έχει παραχθεί από τη λ. [[ποτή]] ή από το ρ. [[ποτάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποτᾱνός:''' -ά, -όν, Δωρ. αντί [[ποτηνός]], [[φτερωτός]], ιπτάμενος, αυτός που εφοδιάζεται με φτερά, σε Πίνδ., Ευρ.· <i>ἐν ποτανοῖς</i>, [[ανάμεσα]] στα πτηνά, σε Πίνδ.· μεταφ., <i>ποτανὸς ἐν Μοίσαισι</i>, δηλ. αυτός που [[πετά]] [[ψηλά]] στις τέχνες των Μουσών, στον ίδ.· <i>ποτανᾷ μαχανᾷ</i>, μέσω της τέχνης που έχει [[υψηλά]] φτερά, δηλ. μέσω της ποίησης, στον ίδ.
}}
}}