Anonymous

ποτανός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτᾱνός:''' -ά, -όν, Δωρ. αντί [[ποτηνός]], [[φτερωτός]], ιπτάμενος, αυτός που εφοδιάζεται με φτερά, σε Πίνδ., Ευρ.· <i>ἐν ποτανοῖς</i>, [[ανάμεσα]] στα πτηνά, σε Πίνδ.· μεταφ., <i>ποτανὸς ἐν Μοίσαισι</i>, δηλ. αυτός που [[πετά]] [[ψηλά]] στις τέχνες των Μουσών, στον ίδ.· <i>ποτανᾷ μαχανᾷ</i>, μέσω της τέχνης που έχει [[υψηλά]] φτερά, δηλ. μέσω της ποίησης, στον ίδ.
|lsmtext='''ποτᾱνός:''' -ά, -όν, Δωρ. αντί [[ποτηνός]], [[φτερωτός]], ιπτάμενος, αυτός που εφοδιάζεται με φτερά, σε Πίνδ., Ευρ.· <i>ἐν ποτανοῖς</i>, [[ανάμεσα]] στα πτηνά, σε Πίνδ.· μεταφ., <i>ποτανὸς ἐν Μοίσαισι</i>, δηλ. αυτός που [[πετά]] [[ψηλά]] στις τέχνες των Μουσών, στον ίδ.· <i>ποτανᾷ μαχανᾷ</i>, μέσω της τέχνης που έχει [[υψηλά]] φτερά, δηλ. μέσω της ποίησης, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτᾱνός:''' дор. Pind., Trag. = [[ποτηνός]] I и II.
}}
}}