Anonymous

συσσιτέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />manger avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συσσιτέομαι-οῦμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[σύσσιτος]].
|btext=-ῶ :<br />manger avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συσσιτέομαι-οῦμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[σύσσιτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συσσῑτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, σιτίζομαι, τρέφομαι από κοινού, [[συντρώγω]], [[συνδιαιτώμαι]], <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., στον πληθ., τρέφομαι από κοινού, σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}