Anonymous

συγγνωστός: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγγνωστός]], -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή Α [[συγγιγνώσκω]]<br />[[άξιος]] συγγνώμης, αυτός που [[πρέπει]] ή μπορεί να συγχωρηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> αυτός που έχει συγχωρηθεί, συγχωρημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγγνωστόν [ή συγγνωστά] ἐστι» — [[είναι]] άξιο συγχώρησης το να.... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγνωστῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο συγγνωστό.
|mltxt=-ή, -ό / [[συγγνωστός]], -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή Α [[συγγιγνώσκω]]<br />[[άξιος]] συγγνώμης, αυτός που [[πρέπει]] ή μπορεί να συγχωρηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> αυτός που έχει συγχωρηθεί, συγχωρημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγγνωστόν [ή συγγνωστά] ἐστι» — [[είναι]] άξιο συγχώρησης το να.... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγνωστῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο συγγνωστό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγγνωστός:''' -όν, ρημ. επίθ., αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιτρέπεται να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, [[συγχωρητέος]], συγχωρήσιμος, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>συγγνωστὸν</i> ή <i>συγγνωστά ἐστι</i>, με απαρ., στον ίδ.
}}
}}