Anonymous

συγγνωστός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγγνωστός:''' -όν, ρημ. επίθ., αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιτρέπεται να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, [[συγχωρητέος]], συγχωρήσιμος, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>συγγνωστὸν</i> ή <i>συγγνωστά ἐστι</i>, με απαρ., στον ίδ.
|lsmtext='''συγγνωστός:''' -όν, ρημ. επίθ., αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιτρέπεται να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, [[συγχωρητέος]], συγχωρήσιμος, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>συγγνωστὸν</i> ή <i>συγγνωστά ἐστι</i>, με απαρ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγνωστός:''' [adj. verb. к [[συγγιγνώσκω]]<br /><b class="num">1)</b> извинительный, простительный, допустимый (τινι Soph., Eur., Arph., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (о людях) заслуживающий снисхождения Luc.: συγγνωστὸν ποιεῖν τινα Plut. приводить в чье-л. оправдание, оправдывать кого-л.
}}
}}