3,253,854
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγγνωστός:''' -όν, ρημ. επίθ., αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιτρέπεται να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, [[συγχωρητέος]], συγχωρήσιμος, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>συγγνωστὸν</i> ή <i>συγγνωστά ἐστι</i>, με απαρ., στον ίδ. | |lsmtext='''συγγνωστός:''' -όν, ρημ. επίθ., αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιτρέπεται να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, [[συγχωρητέος]], συγχωρήσιμος, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>συγγνωστὸν</i> ή <i>συγγνωστά ἐστι</i>, με απαρ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγγνωστός:''' [adj. verb. к [[συγγιγνώσκω]]<br /><b class="num">1)</b> извинительный, простительный, допустимый (τινι Soph., Eur., Arph., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (о людях) заслуживающий снисхождения Luc.: συγγνωστὸν ποιεῖν τινα Plut. приводить в чье-л. оправдание, оправдывать кого-л. | |||
}} | }} |