Anonymous

στράγξ: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αγγός, ἡ, Α<br />[[σταγόνα]], [[σταλαγματιά]] («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν [[σταλαγμός]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[στράγξ]], -<i>γγός</i> (<b>πρβλ.</b> [[λύγξ]], [[στρίγξ]]) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>streng</i>- «[[σφίγγω]], [[συμπιέζω]], [[συγκεντρώνω]]» και συνδέεται με τα λατ. <i>stringo</i> «[[σφίγγω]]», μέσ. ιρλδ. <i>srengim</i> «[[έλκω]], [[σύρω]]» και <i>sreng</i> «[[σχοινί]], [[χορδή]]», αρχ. άνω γερμ. <i>strang</i> «[[σχοινί]]» και <i>strengi</i> «[[τεταμένος]]» (<b>πρβλ.</b> και γερμ. <i>streng</i>). Χωρίς έρρινο [[ένθημα]] μαρτυρούνται οι τ. [[στραγός]], [[στραγεύομαι]]., Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγεται το επίθ. [[στρογγύλος]] (<b>βλ. λ.</b> [[στρογγυλός]]). Η λ. [[στράγξ]], που έχει τη σημ. του διά πιέσεως λαμβανόμενου υγρού (από όπου η σημ. «[[σταγόνα]], [[σταλαγματιά]]») στο παράγωγο ρ. [[στραγγεύω]], -<i>ομαι</i> χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. της καθυστέρησης, της αργοπορίας (δηλ. [[βαδίζω]] [[αργά]] όπως πέφτουν οι σταγόνες από ένα συμπιεζόμενο [[σώμα]]). Στο ουσιαστικό <i>στραγγ</i>-<i>άλη</i>, [[τέλος]], η σημ. της ρίζας χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το όργανο της σύσφιγξης, την [[αγχόνη]], τον βρόχο και, κατ' [[επέκταση]], τον απαγχονισμό (<b>πρβλ.</b> [[στραγγαλίζω]])].
|mltxt=-αγγός, ἡ, Α<br />[[σταγόνα]], [[σταλαγματιά]] («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν [[σταλαγμός]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[στράγξ]], -<i>γγός</i> (<b>πρβλ.</b> [[λύγξ]], [[στρίγξ]]) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>streng</i>- «[[σφίγγω]], [[συμπιέζω]], [[συγκεντρώνω]]» και συνδέεται με τα λατ. <i>stringo</i> «[[σφίγγω]]», μέσ. ιρλδ. <i>srengim</i> «[[έλκω]], [[σύρω]]» και <i>sreng</i> «[[σχοινί]], [[χορδή]]», αρχ. άνω γερμ. <i>strang</i> «[[σχοινί]]» και <i>strengi</i> «[[τεταμένος]]» (<b>πρβλ.</b> και γερμ. <i>streng</i>). Χωρίς έρρινο [[ένθημα]] μαρτυρούνται οι τ. [[στραγός]], [[στραγεύομαι]]., Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγεται το επίθ. [[στρογγύλος]] (<b>βλ. λ.</b> [[στρογγυλός]]). Η λ. [[στράγξ]], που έχει τη σημ. του διά πιέσεως λαμβανόμενου υγρού (από όπου η σημ. «[[σταγόνα]], [[σταλαγματιά]]») στο παράγωγο ρ. [[στραγγεύω]], -<i>ομαι</i> χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. της καθυστέρησης, της αργοπορίας (δηλ. [[βαδίζω]] [[αργά]] όπως πέφτουν οι σταγόνες από ένα συμπιεζόμενο [[σώμα]]). Στο ουσιαστικό <i>στραγγ</i>-<i>άλη</i>, [[τέλος]], η σημ. της ρίζας χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το όργανο της σύσφιγξης, την [[αγχόνη]], τον βρόχο και, κατ' [[επέκταση]], τον απαγχονισμό (<b>πρβλ.</b> [[στραγγαλίζω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στράγξ:''' ἡ, γεν. [[στραγγός]], αυτό που λαμβάνουμε από την [[πίεση]], [[σταγόνα]], σε Ανθ.
}}
}}