Anonymous

στράγξ: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στράγξ:''' ἡ, γεν. [[στραγγός]], αυτό που λαμβάνουμε από την [[πίεση]], [[σταγόνα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στράγξ:''' ἡ, γεν. [[στραγγός]], αυτό που λαμβάνουμε από την [[πίεση]], [[σταγόνα]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=στράγξ -γγός, ἡ [~ στρογγύλος] (uitgeperste) druppel, druppeltje.
}}
}}