3,277,700
edits
(30) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παμφαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λάμπω]], [[απαστράπτω]], [[λαμποκοπώ]], [[ακτινοβολώ]] («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λευκάζω]], [[ασπρογαλιάζω]] από τη [[λευκότητα]] («στήθεσι παμφαίνοντες», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστ. σχηματισμένος [[είτε]] με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. [[φαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[παπταίνω]]) [[είτε]] με α' συνθετικό το ουδ. του επιθ. πᾶς (<b>βλ. λ.</b> <i>παν</i>-)]. | |mltxt=[[παμφαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λάμπω]], [[απαστράπτω]], [[λαμποκοπώ]], [[ακτινοβολώ]] («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λευκάζω]], [[ασπρογαλιάζω]] από τη [[λευκότητα]] («στήθεσι παμφαίνοντες», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστ. σχηματισμένος [[είτε]] με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. [[φαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[παπταίνω]]) [[είτε]] με α' συνθετικό το ουδ. του επιθ. πᾶς (<b>βλ. λ.</b> <i>παν</i>-)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παμφαίνω:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>παμφαίνησι</i>· Επικ. παρατ. [[παμφαίνω]]· δεν χρησιμ. σε άλλους χρόνους· — αναδιπλ. του [[φαίνω]], [[λάμπω]], [[αστράφτω]], λέγεται για αστραφτερό [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα αστέρια, στο ίδ.· <i>στήθεσι παμφαίνοντες</i>, με τα στήθη τους [[λευκά]] από τη [[λαμπρότητα]], δηλ. γυμνόστηθοι, στο ίδ. | |||
}} | }} |