Anonymous

παμφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παμφαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λάμπω]], [[απαστράπτω]], [[λαμποκοπώ]], [[ακτινοβολώ]] («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λευκάζω]], [[ασπρογαλιάζω]] από τη [[λευκότητα]] («στήθεσι παμφαίνοντες», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστ. σχηματισμένος [[είτε]] με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. [[φαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[παπταίνω]]) [[είτε]] με α' συνθετικό το ουδ. του επιθ. πᾶς (<b>βλ. λ.</b> <i>παν</i>-)].
|mltxt=[[παμφαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λάμπω]], [[απαστράπτω]], [[λαμποκοπώ]], [[ακτινοβολώ]] («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λευκάζω]], [[ασπρογαλιάζω]] από τη [[λευκότητα]] («στήθεσι παμφαίνοντες», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστ. σχηματισμένος [[είτε]] με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. [[φαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[παπταίνω]]) [[είτε]] με α' συνθετικό το ουδ. του επιθ. πᾶς (<b>βλ. λ.</b> <i>παν</i>-)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παμφαίνω:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>παμφαίνησι</i>· Επικ. παρατ. [[παμφαίνω]]· δεν χρησιμ. σε άλλους χρόνους· — αναδιπλ. του [[φαίνω]], [[λάμπω]], [[αστράφτω]], λέγεται για αστραφτερό [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα αστέρια, στο ίδ.· <i>στήθεσι παμφαίνοντες</i>, με τα στήθη τους [[λευκά]] από τη [[λαμπρότητα]], δηλ. γυμνόστηθοι, στο ίδ.
}}
}}