Anonymous

παμφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παμφαίνω:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>παμφαίνησι</i>· Επικ. παρατ. [[παμφαίνω]]· δεν χρησιμ. σε άλλους χρόνους· — αναδιπλ. του [[φαίνω]], [[λάμπω]], [[αστράφτω]], λέγεται για αστραφτερό [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα αστέρια, στο ίδ.· <i>στήθεσι παμφαίνοντες</i>, με τα στήθη τους [[λευκά]] από τη [[λαμπρότητα]], δηλ. γυμνόστηθοι, στο ίδ.
|lsmtext='''παμφαίνω:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>παμφαίνησι</i>· Επικ. παρατ. [[παμφαίνω]]· δεν χρησιμ. σε άλλους χρόνους· — αναδιπλ. του [[φαίνω]], [[λάμπω]], [[αστράφτω]], λέγεται για αστραφτερό [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα αστέρια, στο ίδ.· <i>στήθεσι παμφαίνοντες</i>, με τα στήθη τους [[λευκά]] από τη [[λαμπρότητα]], δηλ. γυμνόστηθοι, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παμφαίνω:''' ярко сиять, ослепительно сверкать (ἀστὴρ παμφαίνει Hom., Hes.; [[σάκος]] χαλκῷ παμφαῖνον Hom.); белеться (στήθεσι παμφαίνοντες, sc. νεκροί Hom.).
}}
}}