Anonymous

τρόπις: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιδος, η, ΝΑ, γεν. και τ. -εως και ιων. τ. -ιος, Α<br /><b>βλ.</b> [[τρόπιδα]].
|mltxt=-ιδος, η, ΝΑ, γεν. και τ. -εως και ιων. τ. -ιος, Α<br /><b>βλ.</b> [[τρόπιδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρόπις:''' ἡ, [[τρόπιος]], αιτ. <i>τρόπιν</i> ([[τρέπω]]), [[καρίνα]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις [[θέσθαι]], [[βάζω]] την [[καρίνα]], σε Πλούτ.· και μεταφ., <i>λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}