Anonymous

τρόπις: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρόπις:''' ἡ, [[τρόπιος]], αιτ. <i>τρόπιν</i> ([[τρέπω]]), [[καρίνα]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις [[θέσθαι]], [[βάζω]] την [[καρίνα]], σε Πλούτ.· και μεταφ., <i>λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρόπις:''' ἡ, [[τρόπιος]], αιτ. <i>τρόπιν</i> ([[τρέπω]]), [[καρίνα]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις [[θέσθαι]], [[βάζω]] την [[καρίνα]], σε Πλούτ.· και μεταφ., <i>λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρόπις:''' εως, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> киль ([[νεός]] Hom., Her.; πλοίου Arst.): τρόπεις [[θέσθαι]] Plut. заложить киль, т. е. приступить к постройке судна;<br /><b class="num">2)</b> основа, суть (τοῦ πράγματος Arph.).
}}
}}