3,273,735
edits
(25) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόρφνος]] και μορφνός, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για αετό) [[μελαψός]], μαυρωπός<br /><b>2.</b> [[είδος]] αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μορφνός, [[ξανθός]]»<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[σκοτεινός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[ομοιοκαταληξία]] και η σημασιολογική [[συγγένεια]] με το [[ὀρφνός]] «[[σκοτεινός]]» δεν αποδεικνύει μια [[μεταξύ]] τους [[σχέση]]. Ο τ. <i>μορφ</i>-<i>νός</i> εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>mor</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[αστράφτω]], [[λαμποκοπώ]]» (με [[παρέκταση]] χειλοϋπερωικού -<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>-) και συνδέεται με λιθουαν. <i>margas</i> «[[ποικιλόχρωμος]]» και το [[μορφή]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα [[μόρτος]], <i>μόρυχος</i>, [[μορύσσω]], [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mer</i>- «[[λερώνω]], βρόμικη [[κηλίδα]]». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι προήλθε με [[απλολογία]] από <i>μορβο</i>-<i>φνος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>mrg</i><sup>w</sup><i>o</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>hno</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>m rga</i> «μεγάλο [[πτηνό]]») και <i>gh</i><sup>w</sup><i>en</i>- «[[φονεύω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θείν</i>-<i>ω</i>)]. | |mltxt=[[μόρφνος]] και μορφνός, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για αετό) [[μελαψός]], μαυρωπός<br /><b>2.</b> [[είδος]] αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μορφνός, [[ξανθός]]»<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[σκοτεινός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[ομοιοκαταληξία]] και η σημασιολογική [[συγγένεια]] με το [[ὀρφνός]] «[[σκοτεινός]]» δεν αποδεικνύει μια [[μεταξύ]] τους [[σχέση]]. Ο τ. <i>μορφ</i>-<i>νός</i> εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>mor</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[αστράφτω]], [[λαμποκοπώ]]» (με [[παρέκταση]] χειλοϋπερωικού -<i>g</i><sup>w</sup><i>h</i>-) και συνδέεται με λιθουαν. <i>margas</i> «[[ποικιλόχρωμος]]» και το [[μορφή]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα [[μόρτος]], <i>μόρυχος</i>, [[μορύσσω]], [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mer</i>- «[[λερώνω]], βρόμικη [[κηλίδα]]». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι προήλθε με [[απλολογία]] από <i>μορβο</i>-<i>φνος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>mrg</i><sup>w</sup><i>o</i>-<i>g</i><sup>w</sup><i>hno</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>m rga</i> «μεγάλο [[πτηνό]]») και <i>gh</i><sup>w</sup><i>en</i>- «[[φονεύω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θείν</i>-<i>ω</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μόρφνος:''' ὁ, επίθ., λέγεται για τον αετό, πιθ. [[σκούρος]], [[σκοτεινός]] ως προς το [[χρώμα]], Λατ. [[furvus]], (από την [[ὄρφνη]] με το <i>μ</i> να προτάσσεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.). | |||
}} | }} |