Anonymous

πάτριος: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πάτριος]], -ία, -ον και [[πάτριος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, [[κληρονομικός]], [[πατροπαράδοτος]] (α. «πάτριοι νόμοι» β. «πάτριοι θεοί»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον [[πατέρα]] ή στους πατέρες, στους προγόνους («ἄρουραν πατρίαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(<b>ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πάτρια</i><br />τα πατροπαράδοτα, το σύνολον τών ηθών, εθίμων, πεποιθήσεων, ιδεών που έχουν παραδοθεί από τους προγόνους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> «πάτριόν ἐστι τινί τι» [[είναι]] [[έθιμο]], [[αρχή]], [[συνήθεια]] σε κάποιον, [[είναι]] πατροπαράδοτο<br /><b>2.</b> (σπαν. ο εν. του ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ πάτριον</i><br />η [[αρχή]], ο [[κανόνας]] που ακολουθούσαν οι πατέρες, η πατροπαράδοτη [[τακτική]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πάτριος]]<br />ο [[αδελφός]] του [[πατέρα]], ο [[θείος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πατρίως]] ΜΑ<br /><b>1.</b> σύμφωνα με τα πάτρια, με τις πατροπαράδοτες αρχές και συνήθειες<br /><b>2.</b> στην ιθαγενή, στην επιχώρια [[γλώσσα]] κάποιου («[[πατρίως]] καλούμενον», Ιώσηπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i>. Το επίθ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>patrius</i> και το αρχ. ινδ. <i>pitrija</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[πατρώος]])].
|mltxt=-α, -ο / [[πάτριος]], -ία, -ον και [[πάτριος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, [[κληρονομικός]], [[πατροπαράδοτος]] (α. «πάτριοι νόμοι» β. «πάτριοι θεοί»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον [[πατέρα]] ή στους πατέρες, στους προγόνους («ἄρουραν πατρίαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(<b>ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πάτρια</i><br />τα πατροπαράδοτα, το σύνολον τών ηθών, εθίμων, πεποιθήσεων, ιδεών που έχουν παραδοθεί από τους προγόνους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> «πάτριόν ἐστι τινί τι» [[είναι]] [[έθιμο]], [[αρχή]], [[συνήθεια]] σε κάποιον, [[είναι]] πατροπαράδοτο<br /><b>2.</b> (σπαν. ο εν. του ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ πάτριον</i><br />η [[αρχή]], ο [[κανόνας]] που ακολουθούσαν οι πατέρες, η πατροπαράδοτη [[τακτική]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πάτριος]]<br />ο [[αδελφός]] του [[πατέρα]], ο [[θείος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πατρίως]] ΜΑ<br /><b>1.</b> σύμφωνα με τα πάτρια, με τις πατροπαράδοτες αρχές και συνήθειες<br /><b>2.</b> στην ιθαγενή, στην επιχώρια [[γλώσσα]] κάποιου («[[πατρίως]] καλούμενον», Ιώσηπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i>. Το επίθ. αντιστοιχεί με το λατ. <i>patrius</i> και το αρχ. ινδ. <i>pitrija</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[πατρώος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάτριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[πατήρ]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον [[πατέρα]] κάποιου, Λατ. [[patrius]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> = [[πατρικός]], προερχόμενος, [[κληρονομικός]], <i>οἱ πάτριοι θεοί</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὰ πάτρια</i>, Λατ. instituta majorum, κατά τὰ πάτρια, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[σπανίως]] στον ενικ., τὸπάτριον [[παρείς]], παραμελώντας τις αρχές των προγόνων μας, σε Θουκ.· πρβλ. [[πατρῷος]].
}}
}}