Anonymous

πάτριος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάτριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[πατήρ]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον [[πατέρα]] κάποιου, Λατ. [[patrius]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> = [[πατρικός]], προερχόμενος, [[κληρονομικός]], <i>οἱ πάτριοι θεοί</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὰ πάτρια</i>, Λατ. instituta majorum, κατά τὰ πάτρια, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[σπανίως]] στον ενικ., τὸπάτριον [[παρείς]], παραμελώντας τις αρχές των προγόνων μας, σε Θουκ.· πρβλ. [[πατρῷος]].
|lsmtext='''πάτριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[πατήρ]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον [[πατέρα]] κάποιου, Λατ. [[patrius]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> = [[πατρικός]], προερχόμενος, [[κληρονομικός]], <i>οἱ πάτριοι θεοί</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὰ πάτρια</i>, Λατ. instituta majorum, κατά τὰ πάτρια, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[σπανίως]] στον ενικ., τὸπάτριον [[παρείς]], παραμελώντας τις αρχές των προγόνων μας, σε Θουκ.· πρβλ. [[πατρῷος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πάτριος:''' и<br /><b class="num">1)</b> отцовский, отчий ([[ἄρουρα]] Pind.; τεύχεα Soph.; [[χθών]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> унаследованный от отцов, наследственный, (пра)дедовский (θεοί Her.; νόμοι Thuc.): οὐ [[πάτριον]] τοῦτ᾽ ἐστιν Arph. нет (у нас) такого обычая - см. тж. [[πάτρια]] и [[πάτριον]].
}}
}}