Anonymous

σπορά: Difference between revisions

From LSJ
605 bytes added ,  30 December 2018
6
(38)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπείρω]], η γεωργική [[εργασία]] της τοποθέτησης του σπόρου ενός [[προς]] [[καλλιέργεια]] φυτού σε [[κατάλληλα]] προετοιμασμένο [[έδαφος]], η οποία αποτελεί τη συνήθη μέθοδο παραγωγής μονοετών και διετών [[φυτών]] (α. «[[καιρός]] [[ακατάλληλος]] για [[σπορά]]» β. «περὶ σπερμάτων σπορᾱς, όπόσον [[μέτριον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[καιρός]] της [[σποράς]], η [[περίοδος]] της [[σποράς]] (α. «εργάτες [[παίρνω]] μόνο στη [[σπορά]] και στις ελιές» β. «δεκέτεσι σποραῑς», Ευ ρ.)<br /><b>3.</b> οι απόγονοι, τα [[παιδιά]] (α. «Τούρκου [[σπορά]]» β. «γυναῑκα καὶ τέκνων σποράν», Μέν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(δασοπ.)</b> [[τρόπος]] αναδάσωσης που επιτυγχάνεται [[κάτω]] από ορισμένες συνθήκες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «διαβόλου [[σπορά]]»<br />i) πολύ [[έξυπνος]] και [[εύστροφος]]<br />ii) [[ραδιούργος]], [[κακοποιός]]<br />β) «[[σπορά]] στα πεταχτά»<br /><b>(γεωπ.)</b> i) η [[σπορά]] με το [[χέρι]]<br />ii) [[σπορά]] με [[μηχανή]] που γίνεται με το [[σκόρπισμα]] τών σπερμάτων σε όλη την [[έκταση]] του χωραφιού, με τυχαίες αποστάσεις<br />γ) «[[σπορά]] σε γραμμές»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[σπορά]] με [[μηχανή]] [[κατά]] την οποία τα σπέρματα απελευθερώνονται από τη [[μηχανή]], με ομοιόμορφο τρόπο, σε γραμμές που βρίσκονται σε καθορισμένες αποστάσεις η μία από την [[άλλη]]<br />δ) «γραμμική [[σπορά]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> η [[σπορά]] σε γραμμές<br />ε) «[[σπορά]] [[κατά]] θέσεις»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[μέθοδος]] [[σποράς]] [[κατά]] την οποία οι σπόροι τοποθετούνται σε συγκεκριμένες θέσεις στο [[έδαφος]] [[κατά]] ομάδες<br />στ) «[[σπορά]] [[κατά]] όρχους»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της [[σποράς]] [[κατά]] θέσεις<br />ζ) «[[σπορά]] ακριβείας»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[σπορά]] σε γραμμές [[κατά]] την οποία η σπαρτική [[μηχανή]] αποθέτει τους σπόρους έναν έναν στη [[γραμμή]] της [[σποράς]] σε καθορισμένες [[μεταξύ]] τους αποστάσεις<br />η) «άμεση [[σπορά]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[μέθοδος]] [[σποράς]] [[κατά]] την οποία η [[σπορά]] γίνεται σε [[έδαφος]] που δεν έχει υποστεί [[καμιά]] προηγούμενη [[κατεργασία]] [[παρά]] μόνο ζιζανιοκτονία<br />θ) «φθινοπωρινή [[εποχή]] [[σποράς]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[εποχή]] [[κατά]] την οποία σπέρνονται τα ανθεκτικά στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα φυτά<br />ι) «εαρινή [[εποχή]] [[σποράς]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[εποχή]] [[κατά]] την οποία σπέρνονται τα ευαίσθητα στις χαμηλές θερμοκρασίες φυτά<br /><b>μσν.</b><br />[[σπόρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γένεση]], [[δημιουργία]] (α. «ἀγγέλων ἐπὶ τῆς σπορᾱς τῶν ἀνθρώπων τεταγμένων», Ωριγ.<br />β. «τὴν καθαρὰν τῆς διδασκαλίας καὶ γόνιμον σποράν», Μεθόδ.)<br /><b>2.</b> [[καταγωγή]], [[γενιά]], σόι (α. «ἀναγεγεννημένοι οὐκ ἐκ σπορᾱς φθαρτῆς ἀλλὰ ἀφθάρτου», ΚΔ<br />β. «ἐκ σπορᾱς γε μὴν ἐκ τῆσδε φύσεται θρασὺς τόξοισι [[κλεινός]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τεκνογονία]]<br /><b>2.</b> το [[φύλο]], το [[γένος]] («[[θῆλυς]] [[σπορά]]» — θηλυκό [[γένος]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σποραί</i><br />(για ζώα) τα νεογνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[σπορ]] του [[σπείρω]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπείρω]], η γεωργική [[εργασία]] της τοποθέτησης του σπόρου ενός [[προς]] [[καλλιέργεια]] φυτού σε [[κατάλληλα]] προετοιμασμένο [[έδαφος]], η οποία αποτελεί τη συνήθη μέθοδο παραγωγής μονοετών και διετών [[φυτών]] (α. «[[καιρός]] [[ακατάλληλος]] για [[σπορά]]» β. «περὶ σπερμάτων σπορᾱς, όπόσον [[μέτριον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[καιρός]] της [[σποράς]], η [[περίοδος]] της [[σποράς]] (α. «εργάτες [[παίρνω]] μόνο στη [[σπορά]] και στις ελιές» β. «δεκέτεσι σποραῑς», Ευ ρ.)<br /><b>3.</b> οι απόγονοι, τα [[παιδιά]] (α. «Τούρκου [[σπορά]]» β. «γυναῑκα καὶ τέκνων σποράν», Μέν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(δασοπ.)</b> [[τρόπος]] αναδάσωσης που επιτυγχάνεται [[κάτω]] από ορισμένες συνθήκες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «διαβόλου [[σπορά]]»<br />i) πολύ [[έξυπνος]] και [[εύστροφος]]<br />ii) [[ραδιούργος]], [[κακοποιός]]<br />β) «[[σπορά]] στα πεταχτά»<br /><b>(γεωπ.)</b> i) η [[σπορά]] με το [[χέρι]]<br />ii) [[σπορά]] με [[μηχανή]] που γίνεται με το [[σκόρπισμα]] τών σπερμάτων σε όλη την [[έκταση]] του χωραφιού, με τυχαίες αποστάσεις<br />γ) «[[σπορά]] σε γραμμές»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[σπορά]] με [[μηχανή]] [[κατά]] την οποία τα σπέρματα απελευθερώνονται από τη [[μηχανή]], με ομοιόμορφο τρόπο, σε γραμμές που βρίσκονται σε καθορισμένες αποστάσεις η μία από την [[άλλη]]<br />δ) «γραμμική [[σπορά]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> η [[σπορά]] σε γραμμές<br />ε) «[[σπορά]] [[κατά]] θέσεις»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[μέθοδος]] [[σποράς]] [[κατά]] την οποία οι σπόροι τοποθετούνται σε συγκεκριμένες θέσεις στο [[έδαφος]] [[κατά]] ομάδες<br />στ) «[[σπορά]] [[κατά]] όρχους»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της [[σποράς]] [[κατά]] θέσεις<br />ζ) «[[σπορά]] ακριβείας»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[σπορά]] σε γραμμές [[κατά]] την οποία η σπαρτική [[μηχανή]] αποθέτει τους σπόρους έναν έναν στη [[γραμμή]] της [[σποράς]] σε καθορισμένες [[μεταξύ]] τους αποστάσεις<br />η) «άμεση [[σπορά]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[μέθοδος]] [[σποράς]] [[κατά]] την οποία η [[σπορά]] γίνεται σε [[έδαφος]] που δεν έχει υποστεί [[καμιά]] προηγούμενη [[κατεργασία]] [[παρά]] μόνο ζιζανιοκτονία<br />θ) «φθινοπωρινή [[εποχή]] [[σποράς]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[εποχή]] [[κατά]] την οποία σπέρνονται τα ανθεκτικά στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα φυτά<br />ι) «εαρινή [[εποχή]] [[σποράς]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[εποχή]] [[κατά]] την οποία σπέρνονται τα ευαίσθητα στις χαμηλές θερμοκρασίες φυτά<br /><b>μσν.</b><br />[[σπόρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γένεση]], [[δημιουργία]] (α. «ἀγγέλων ἐπὶ τῆς σπορᾱς τῶν ἀνθρώπων τεταγμένων», Ωριγ.<br />β. «τὴν καθαρὰν τῆς διδασκαλίας καὶ γόνιμον σποράν», Μεθόδ.)<br /><b>2.</b> [[καταγωγή]], [[γενιά]], σόι (α. «ἀναγεγεννημένοι οὐκ ἐκ σπορᾱς φθαρτῆς ἀλλὰ ἀφθάρτου», ΚΔ<br />β. «ἐκ σπορᾱς γε μὴν ἐκ τῆσδε φύσεται θρασὺς τόξοισι [[κλεινός]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τεκνογονία]]<br /><b>2.</b> το [[φύλο]], το [[γένος]] («[[θῆλυς]] [[σπορά]]» — θηλυκό [[γένος]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σποραί</i><br />(για ζώα) τα νεογνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[σπορ]] του [[σπείρω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπορά:''' ἡ ([[σπείρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σπορά]], σε Πλάτ.· λέγεται για [[παιδιά]], [[γενιά]], [[καταγωγή]], [[γόνος]], [[σπόρος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καιρός]] [[σποράς]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπόρος]] που έχει σπαρεί, στον ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, [[γενιά]], απόγονοι, σε Σοφ.· γενικά, [[θῆλυς]] [[σπορά]], θηλυκό [[γένος]], σε Ευρ.
}}
}}