Anonymous

ὑπόπλεος: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[ὑπόπλεως]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[ὑπόπλεως]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόπλεος:''' -ον, Αττ. -[[πλέως]], <i>-ων</i>, ο αρκετά [[γεμάτος]], [[πλήρης]], με γεν., δείματός εἰμι [[ὑπόπλεος]], είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ.
}}
}}