3,251,672
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόπλεος:''' -ον, Αττ. -[[πλέως]], <i>-ων</i>, ο αρκετά [[γεμάτος]], [[πλήρης]], με γεν., δείματός εἰμι [[ὑπόπλεος]], είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὑπόπλεος:''' -ον, Αττ. -[[πλέως]], <i>-ων</i>, ο αρκετά [[γεμάτος]], [[πλήρης]], με γεν., δείματός εἰμι [[ὑπόπλεος]], είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόπλεος:''' атт. [[ὑπόπλεως]] 2 почти до краев полный, преисполненный (δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.). | |||
}} | }} |