3,274,917
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠφέλημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> χρήσιμο ή ωφέλιμο [[πράγμα]], [[ωφέλεια]], [[κέρδος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], [[κέρδος]], σε Σοφ., Ξεν. | |lsmtext='''ὠφέλημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> χρήσιμο ή ωφέλιμο [[πράγμα]], [[ωφέλεια]], [[κέρδος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], [[κέρδος]], σε Σοφ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠφέλημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> польза, помощь, благодеяние (ἀνθρώποισιν ὠφελήματα Aesch.): τί δόξης ὠ. γίγνεται; Soph. что пользы в молве?; τὰ ὠφελήματα τῆς πατρίδος Xen. благодеяния отечества;<br /><b class="num">2)</b> благодетель: κοινὸν ὠ. θνητοῖσιν Aesch. благодетель рода человеческого. | |||
}} | }} |