Anonymous

τρέμω: Difference between revisions

From LSJ
438 bytes added ,  30 December 2018
6
(41)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο [[τόπος]] από τον σεισμό» β. «τρέμει ή [[φωνή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παθαίνω]] [[τρεμούλα]] από [[αδυναμία]], από [[κρύο]] ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το [[ψάρι]]» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ [[τρέμουσα]]», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[φοβάμαι]] πολύ για [[κάτι]] (α. «τρέμει [[μόλις]] τον αντικρίζει» β. «τὰ δ' ἐκ θεῶν τρέμοντες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανησυχώ]], [[αγωνιώ]] (α. «τρέμει για τον μοναχογιό της» β. «τρέμοντι τὸ [[μέλλον]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τρέμω]] ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>tr</i>-<i>em</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ter</i>- «[[τρέμω]], [[σπαρταρώ]], σείομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>taralah</i> «αυτός που σείεται, που ταράζεται») και αντιστοιχεί με τα: λατ. <i>tremo</i> «σείομαι, [[τρέμω]]», τοχαρ. Α' <i>tram</i>-, <i>tarm</i>- «[[τρέμω]] από [[οργή]]», βαλτ. <i>tremiu</i> «[[καταστρέφω]], [[ταρακουνώ]]» και <i>trimti</i> «[[τρέμω]]». Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. ανάγεται το ουσ. [[τρόμος]], ενώ στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] με διπλασιασμό το ουσ. [[τέτραμος]]. Το ρ. [[τρέμω]], [[τέλος]], και τα παράγωγά του αναφέρονται σε φόβο που προέρχεται από [[φυσικά]] και, λιγότερο, από ψυχολογικά αίτια].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο [[τόπος]] από τον σεισμό» β. «τρέμει ή [[φωνή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παθαίνω]] [[τρεμούλα]] από [[αδυναμία]], από [[κρύο]] ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το [[ψάρι]]» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ [[τρέμουσα]]», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[φοβάμαι]] πολύ για [[κάτι]] (α. «τρέμει [[μόλις]] τον αντικρίζει» β. «τὰ δ' ἐκ θεῶν τρέμοντες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανησυχώ]], [[αγωνιώ]] (α. «τρέμει για τον μοναχογιό της» β. «τρέμοντι τὸ [[μέλλον]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τρέμω]] ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>tr</i>-<i>em</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ter</i>- «[[τρέμω]], [[σπαρταρώ]], σείομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>taralah</i> «αυτός που σείεται, που ταράζεται») και αντιστοιχεί με τα: λατ. <i>tremo</i> «σείομαι, [[τρέμω]]», τοχαρ. Α' <i>tram</i>-, <i>tarm</i>- «[[τρέμω]] από [[οργή]]», βαλτ. <i>tremiu</i> «[[καταστρέφω]], [[ταρακουνώ]]» και <i>trimti</i> «[[τρέμω]]». Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. ανάγεται το ουσ. [[τρόμος]], ενώ στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] με διπλασιασμό το ουσ. [[τέτραμος]]. Το ρ. [[τρέμω]], [[τέλος]], και τα παράγωγά του αναφέρονται σε φόβο που προέρχεται από [[φυσικά]] και, λιγότερο, από ψυχολογικά αίτια].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρέμω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ., γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>τρέμε</i>· Λατ. [[tremo]], [[τρέμω]], σείομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με απαρ., [[τρέμω]] ή [[φοβάμαι]] να πράξω [[κάτι]], σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., [[τρέμω]] [[κάτι]], το [[φοβάμαι]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
}}
}}