Anonymous

τρέμω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρέμω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ., γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>τρέμε</i>· Λατ. [[tremo]], [[τρέμω]], σείομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με απαρ., [[τρέμω]] ή [[φοβάμαι]] να πράξω [[κάτι]], σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., [[τρέμω]] [[κάτι]], το [[φοβάμαι]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''τρέμω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ., γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>τρέμε</i>· Λατ. [[tremo]], [[τρέμω]], σείομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με απαρ., [[τρέμω]] ή [[φοβάμαι]] να πράξω [[κάτι]], σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., [[τρέμω]] [[κάτι]], το [[φοβάμαι]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρέμω:''' (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> дрожать, трястись: τρέμε δ᾽ [[οὔρεα]] Hom. затряслись горы; τ. κῶλα Eur. дрожать (всеми) членами;<br /><b class="num">2)</b> потрясать (ὠλένας ἄκρας Eur.);<br /><b class="num">3)</b> дрожать от страха, бояться: τ. τινά (τι) Eur., Arph. бояться кого(чего)-л.; τ. τι и περί τινος Plat. бояться за что-л.; πόσιν τρέμουσα, μὴ δόμων νιν ἐκβάλη Eur. боясь, как бы муж не изгнал ее из дома.
}}
}}