Anonymous

συρίζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συρίζω:''' μεταγεν. Αττ. [[συρίττω]], Δωρ. [[συρίσδω]]· μέλ. <i>συρίξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσύριξα</i>, μεταγεν. <i>ἐσύρισα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[παίζω]] μουσικό όργανο, [[σῦριγξ]], [[παίζω]] αυλό, σε Ευρ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., <i>συρίζων ὑμεναίους</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σφυρίζω]] ή [[εκφέρω]] τον χαρακτηριστικό συριγμό του φιδιού, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· με σύστ. αιτ., <i>συρίζων φόνον</i>, [[εκφέρω]] τον δηλητηριώδη συριγμό του φόνου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδοκιμάζω]] με σφυρίγματα έναν ηθοποιό και τον [[αναγκάζω]] να αποχωρήσει από τη [[σκηνή]], Λατ. explodere, σε Δημ.
|lsmtext='''συρίζω:''' μεταγεν. Αττ. [[συρίττω]], Δωρ. [[συρίσδω]]· μέλ. <i>συρίξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσύριξα</i>, μεταγεν. <i>ἐσύρισα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[παίζω]] μουσικό όργανο, [[σῦριγξ]], [[παίζω]] αυλό, σε Ευρ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., <i>συρίζων ὑμεναίους</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σφυρίζω]] ή [[εκφέρω]] τον χαρακτηριστικό συριγμό του φιδιού, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· με σύστ. αιτ., <i>συρίζων φόνον</i>, [[εκφέρω]] τον δηλητηριώδη συριγμό του φόνου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδοκιμάζω]] με σφυρίγματα έναν ηθοποιό και τον [[αναγκάζω]] να αποχωρήσει από τη [[σκηνή]], Λατ. explodere, σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=σῡρίζω, Att. ook συρίττω, Dor. συρίσδω [σῦριγξ] Dor. praes. 2 sing. συρίσδες, inf. συρίσδεν Theocr. Id. 1.14; Att. imperf. ἐσύριττον, Dor. 3 sing. σύρισδε Theocr. Id. 6.44; aor. ἐσύριξα, later ἐσύρισα; Αtt. fut. συριῶ abs. of met acc. v. h. inw. obj. op de panfluit blazen of spelen:; σ. ποιμνίτας ὑμεναίους pastorale huwelijksliedjes spelen Eur. Alc. 576; uitbr. van de fluit zelf klinken. Eur. IT 1125. van allerlei geluiden: sissen;; σ. φόβον paniek sissen (d.w.z. veroorzaken) Aeschl. PV. 355; suizen; Eur. IT 431; snuiven:. φιμοὶ... συρίζουσι βάρβαρον βρόμον de muilbanden brengen een barbaars gesnuif voort Aeschl. Sept. 463. met acc. uitfluiten (ter afkeuring); ook pass.
}}
}}