Anonymous

παλιμπετής: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλιμπετής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που έχει πέσει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παλίνδρομος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>παλιμπετές</i><br />[[πίσω]] [[πάλι]] («ἐπὶ νῆας ἐέργε παλιμπετές», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i>, που κατ' άλλους συνδέεται με το ρ. [[πίπτω]], ενώ κατ' άλλους με το ρ. [[πέτομαι]].
|mltxt=[[παλιμπετής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που έχει πέσει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παλίνδρομος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>παλιμπετές</i><br />[[πίσω]] [[πάλι]] («ἐπὶ νῆας ἐέργε παλιμπετές», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i>, που κατ' άλλους συνδέεται με το ρ. [[πίπτω]], ενώ κατ' άλλους με το ρ. [[πέτομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλιμπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει προς τα [[πίσω]]· ουδ. ως επίρρ., [[πίσω]], [[πίσω]] [[ξανά]], σε Όμηρ.
}}
}}