Anonymous

παλιμπετής: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλιμπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει προς τα [[πίσω]]· ουδ. ως επίρρ., [[πίσω]], [[πίσω]] [[ξανά]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''πᾰλιμπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει προς τα [[πίσω]]· ουδ. ως επίρρ., [[πίσω]], [[πίσω]] [[ξανά]], σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=παλιμπετής -ές [πάλιν, πίπτω] n. adv. παλιμπετές weer terug.
}}
}}