Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑφαιρέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(SL_2)
(6)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὑφαιρέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fetch]] [[from]] [[below]] c. acc. &amp; gen. Μοῖσά [[τοι]] κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ [[λείριον]] [[ἄνθεμον]] ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας (N. 7.79)
|sltr=[[ὑφαιρέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fetch]] [[from]] [[below]] c. acc. &amp; gen. Μοῖσά [[τοι]] κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ [[λείριον]] [[ἄνθεμον]] ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας (N. 7.79)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑφαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ [[ὑφεῖλον]]· Ιων. ὑπ-αιρέω κ.λπ.·<br /><b class="num">I.</b> [[κυριεύω]] από [[κάτω]] ή εσωτερικά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τραβώ]] ή [[απομακρύνω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· επίσης, <i>τὴν χεῖρα ὑφῄρει</i>, προσπάθησε να την τραβήξει [[μακριά]], να την αποτραβήξει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφαιρώ]] [[κρυφά]], βουτάω, [[υποκλέπτω]], σε Θουκ.· <i>ὑφαιρῶ τῆς ὑποψίας</i>, σταδιακά, βαθμιαία [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από..., στον ίδ. — Παθ., [[ὑπαραιρημένος]] (Ιων. μτχ. παρακ.) αυτός που έχει αφαιρεθεί [[κρυφά]], εξαφανισμένος, σε Ηρόδ.· ομοίως και στη Μέσ., [[αφαιρώ]] [[κρυφά]], [[υποκλέπτω]], [[υπεξαιρώ]], [[σφετερίζομαι]], στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σε Μέσ. επίσης με αιτ. προσ., <i>ὑφαιρῶ τινά τινος</i>, [[αρπάζω]] [[κάτι]] από κάποιον, τον [[απογυμνώνω]] από [[κάτι]], σε Αισχίν.
}}
}}