Anonymous

ὑφαιρέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑφαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ [[ὑφεῖλον]]· Ιων. ὑπ-αιρέω κ.λπ.·<br /><b class="num">I.</b> [[κυριεύω]] από [[κάτω]] ή εσωτερικά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τραβώ]] ή [[απομακρύνω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· επίσης, <i>τὴν χεῖρα ὑφῄρει</i>, προσπάθησε να την τραβήξει [[μακριά]], να την αποτραβήξει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφαιρώ]] [[κρυφά]], βουτάω, [[υποκλέπτω]], σε Θουκ.· <i>ὑφαιρῶ τῆς ὑποψίας</i>, σταδιακά, βαθμιαία [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από..., στον ίδ. — Παθ., [[ὑπαραιρημένος]] (Ιων. μτχ. παρακ.) αυτός που έχει αφαιρεθεί [[κρυφά]], εξαφανισμένος, σε Ηρόδ.· ομοίως και στη Μέσ., [[αφαιρώ]] [[κρυφά]], [[υποκλέπτω]], [[υπεξαιρώ]], [[σφετερίζομαι]], στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σε Μέσ. επίσης με αιτ. προσ., <i>ὑφαιρῶ τινά τινος</i>, [[αρπάζω]] [[κάτι]] από κάποιον, τον [[απογυμνώνω]] από [[κάτι]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''ὑφαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ [[ὑφεῖλον]]· Ιων. ὑπ-αιρέω κ.λπ.·<br /><b class="num">I.</b> [[κυριεύω]] από [[κάτω]] ή εσωτερικά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τραβώ]] ή [[απομακρύνω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· επίσης, <i>τὴν χεῖρα ὑφῄρει</i>, προσπάθησε να την τραβήξει [[μακριά]], να την αποτραβήξει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφαιρώ]] [[κρυφά]], βουτάω, [[υποκλέπτω]], σε Θουκ.· <i>ὑφαιρῶ τῆς ὑποψίας</i>, σταδιακά, βαθμιαία [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από..., στον ίδ. — Παθ., [[ὑπαραιρημένος]] (Ιων. μτχ. παρακ.) αυτός που έχει αφαιρεθεί [[κρυφά]], εξαφανισμένος, σε Ηρόδ.· ομοίως και στη Μέσ., [[αφαιρώ]] [[κρυφά]], [[υποκλέπτω]], [[υπεξαιρώ]], [[σφετερίζομαι]], στον ίδ., σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σε Μέσ. επίσης με αιτ. προσ., <i>ὑφαιρῶ τινά τινος</i>, [[αρπάζω]] [[κάτι]] από κάποιον, τον [[απογυμνώνω]] από [[κάτι]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφαιρέω:''' ион. [[ὑπαιρέω]] тж. med.<br /><b class="num">1)</b> вынимать снизу: ὑπὸ δ᾽ [[ᾕρεον]] ἕρματα [[νηῶν]] Hom. они стали удалять из-под кораблей подпоры; τὴν πέτραν ἀναστῆσαι καὶ [[ὑφελεῖν]] τὰ καταλειφθέντα Plut. поднять камень и вынуть клад;<br /><b class="num">2)</b> удалять, устранять: τὸ [[βουλευτήριον]] τὸ τῆς πόλεως ὑφελόμενος Aeschin. отстранив государственный совет; Σμέρδιος ὑπαραιρημένου (= ὑφῃρημένου) Her. по устранении Смердиса; τῆς ὑποψίας [[ὑφελεῖν]] Thuc. рассеять недоверие;<br /><b class="num">3)</b> тайком отнимать, ловко похищать (τὰ χρήματά τινος Her.; [[παιδίον]] τῆς μητρός Plat.): ὑ. τοὺς ξυμμάχους τινός Thuc. лишать кого-л. союзников; οὐκ ὀλίγα τῶν ὑμετέρων ὑφῃρημένος Lys. (Архедем), изрядно нас обокравший; ὑ. τὸν λόγον τινός Plut. не давать кому-л. говорить;<br /><b class="num">4)</b> убавлять, ослаблять (τι и τινος Thuc. etc.): εὐτονίας ὑ. καὶ ῥώμης Plut. уменьшать крепость и силу, расслаблять; ὑ. τῆς ὀργῆς Luc. смягчать гнев;<br /><b class="num">5)</b> улучать, использовать (τοὺς καιροὺς τῆς πόλεως Aeschin.);<br /><b class="num">6)</b> утаивать, скрывать: σιγῇ ὑφαιρεῖσθαί τινά τι Eur. скрывать что-л. от кого-л.;<br /><b class="num">7)</b> (только in tmesi) охватывать, овладевать: τοὺς ὑπὸ [[τρόμος]] εἷλεν Hom. трепет объял их.
}}
}}