Anonymous

ἐπαμύνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαμύνω]] (AM) [[αμύνω]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], [[έρχομαι]] για [[βοήθεια]] (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία<br />β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] τεκμήρια, [[συμβάλλω]] στην [[απόδειξη]] («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.).
|mltxt=[[ἐπαμύνω]] (AM) [[αμύνω]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]], [[έρχομαι]] για [[βοήθεια]] (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία<br />β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] τεκμήρια, [[συμβάλλω]] στην [[απόδειξη]] («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰμύνω:''' μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]], υπερασπίζομαι, [[βοηθώ]], <i>τινί</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}