3,277,636
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑλίκωψ]], ο, η (θηλ. [[ἑλικῶπις]], η) Α<br />αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές. | |mltxt=[[ἑλίκωψ]], ο, η (θηλ. [[ἑλικῶπις]], η) Α<br />αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑλίκωψ:''' -ωπος, ὁ, η, θηλ. [[ἑλικῶπις]], <i>-ιδος</i>, αυτός που έχει ζωηρά και έξυπνα μάτια, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |