Anonymous

ἑλίκωψ: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑλίκωψ]], ο, η (θηλ. [[ἑλικῶπις]], η) Α<br />αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές.
|mltxt=[[ἑλίκωψ]], ο, η (θηλ. [[ἑλικῶπις]], η) Α<br />αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλίκωψ:''' -ωπος, ὁ, η, θηλ. [[ἑλικῶπις]], <i>-ιδος</i>, αυτός που έχει ζωηρά και έξυπνα μάτια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}