Anonymous

ἑλίκωψ: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλίκωψ:''' -ωπος, ὁ, η, θηλ. [[ἑλικῶπις]], <i>-ιδος</i>, αυτός που έχει ζωηρά και έξυπνα μάτια, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἑλίκωψ:''' -ωπος, ὁ, η, θηλ. [[ἑλικῶπις]], <i>-ιδος</i>, αυτός που έχει ζωηρά και έξυπνα μάτια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλίκωψ:''' ωπος adj. быстроглазый или со сверкающими глазами ([[Ἀχαιοί]] Hom.).
}}
}}