3,277,636
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑλίκωψ:''' -ωπος, ὁ, η, θηλ. [[ἑλικῶπις]], <i>-ιδος</i>, αυτός που έχει ζωηρά και έξυπνα μάτια, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἑλίκωψ:''' -ωπος, ὁ, η, θηλ. [[ἑλικῶπις]], <i>-ιδος</i>, αυτός που έχει ζωηρά και έξυπνα μάτια, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑλίκωψ:''' ωπος adj. быстроглазый или со сверкающими глазами ([[Ἀχαιοί]] Hom.). | |||
}} | }} |