Anonymous

σπείρω: Difference between revisions

From LSJ
1,427 bytes added ,  30 December 2018
6
(38)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σπέρνω]] Ν, και αιολ. τ. [[σπέρρω]] Α<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] σπόρο στο [[έδαφος]] για να βλαστήσει (α. «[[τίποτε]] ξεχωριστό [[λουλούδι]] δε θα [[σπείρω]]», Παλαμ.<br />β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ<br />γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γονιμοποιώ]], [[τεκνοποιώ]] (α. «[[ανάθεμα]] τον [[πατέρα]] που σ' έσπειρε» β. «τὸν σπείραντα δὲ οὐκ οἶδε Φοῑβον, οὐδὲ μητέρ' ἧς ἔφυ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]] (α. «έσπειρε τα πράγματά του εδώ κι [[εκεί]]» β. «τὸν χρυσὸν ἅπαντα τὸν ἐκ τοῡ ἄστεος καὶ τὸν ἄργυρον ἔσπειρε ἀπὸ τοῡ τείχεος ἐς τὸν Στρυμόνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διαδίδω]] (α. «έσπειρε ανατρεπτικές ιδέες» β. «μὴ σὺν φθόνῳ τε καὶ πολυγλώσσῳ βοῇ σπείρῃ ματαίαν βάξιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[σπέρνω]] στη [[θάλασσα]] (ή στον άμμο)» και «πόντον [[σπείρω]]» — [[κοπιάζω]] άδικα, [[ματαιοπονώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> α) «όπως έσπειρες, θα θερίσεις» — ανάλογη με τις πράξεις σου θα [[είναι]] η [[ανταμοιβή]] σου<br />β) «σπέρνει ανέμους και θα θερίσει θύελλες» — οι επικίνδυνες ή απρόσεχτες ενέργειες έχουν πολύ [[κακά]] αποτελέσματα<br />γ) «[[σπέρνω]] ζιζάνια» — [[ενσπείρω]] διχόνοιες, [[βάζω]] φιτίλια<br />δ) «όπου δεν σέ σπέρνουν να μη φυτρώνεις» — να μην επεμβαίνεις σε ξένες υποθέσεις, να μην επεμβαίνεις [[εκεί]] όπου δεν έχεις [[καμιά]] [[αρμοδιότητα]]<br />ε) «γειά σου Γιάννη! [[κουκιά]] [[σπέρνω]]» — λέγεται για εκείνους που απαντούν άλλα αντ' άλλων, όπως το παθαίνουν [[συχνά]] οι βαρύκοοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>οἱ σπείροντες</i><br />οι γονείς<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ.) <i>ἡ σπειρομένη</i><br />το καλλιεργήσιμο [[τμήμα]] μιας περιοχής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αἰσχρώς μὲν ἔσπειρας κακῶς δ' ἐθέρισας» — τα αποτελέσματα τών κακών ενεργειών σου ήταν ανάλογα με τις προθέσεις σου, τιμωρήθηκες όπως σού άξιζε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σπείρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπερ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>er</i>- με αρχική σημ. «[[χύνω]], [[διασκορπίζω]]» και στη [[συνέχεια]] «[[σπείρω]]» και συνδέεται με αρμ. <i>sp</i>'<i>iŕ</i> «σκορπισμένος», <i>sp</i>'<i>ŕem</i> «[[διασπείρω]]», [[καθώς]] και με τ. τών νεώτερων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spray</i>, <i>spread</i>, γερμ. <i>spritzen</i>, <i>spreizen</i>). Η [[άποψη]] ότι η [[ρίζα]] αυτή συνδέεται με τη [[ρίζα]] του ρ. [[σπαίρω]] δεν θεωρείται πιθανή. Αξιοσημείωτο [[είναι]], [[επίσης]], ότι στην Ελληνική δεν χρησιμοποιήθηκε η ΙΕ [[ρίζα]] <i>s</i><i>ē</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>semen</i> «[[σπέρμα]]», <i>sero</i> «[[σπείρω]]», γαλλ. <i>semer</i>, γερμ. <i>saen</i> <b>κ.λπ.</b>), η οποία είχε [[κυρίως]] τη σημ. «[[σπέρνω]]» και η οποία είχε ευρεία [[διάδοση]] στις υπόλοιπες ΙΕ γλώσσες. Τα παρ. του ρ. [[σπείρω]] εμφανίζουν [[τρεις]] μορφές θ.: <i>σπερ</i>-της απαθούς βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>σπέρ</i>-<i>μα</i>), [[σπορ]]-της ετεροιωμένης (<b>πρβλ.</b> <i>σπόρ</i>-<i>ος</i>, [[σπορ]]-<i>ά</i>, [[σπορ]]-<i>άς</i>) και <i>σπαρ</i>- της συνεσταλμένης (<b>πρβλ.</b> [[σπαρτός]]). Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[σπέρνω]] προήλθε από τον αόρ. <i>έσπειρα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έφθισα</i>: [[φθίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σπαρτός]], [[σπέρμα]], [[σπορά]], [[σπόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σπαρνός]], [[σποράς]], [[σπορευτός]], [[σπορητός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σπορεύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σπάρμα]], [[σπάρσιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <i>αποσπείρω</i> / [[αποσπέρνω]], [[διασπείρω]], [[εγκατασπείρω]], [[ενσπείρω]], [[επανασπείρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενδιασπείρω]], [[επισπείρω]], [[κατασπείρω]], [[παρασπείρω]], [[περισπείρω]], [[προδιασπείρω]], [[προκατασπείρω]], [[προϋποσπείρω]], [[συγκατασπείρω]], [[υποσπείρω]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σπέρνω]] Ν, και αιολ. τ. [[σπέρρω]] Α<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] σπόρο στο [[έδαφος]] για να βλαστήσει (α. «[[τίποτε]] ξεχωριστό [[λουλούδι]] δε θα [[σπείρω]]», Παλαμ.<br />β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ<br />γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γονιμοποιώ]], [[τεκνοποιώ]] (α. «[[ανάθεμα]] τον [[πατέρα]] που σ' έσπειρε» β. «τὸν σπείραντα δὲ οὐκ οἶδε Φοῑβον, οὐδὲ μητέρ' ἧς ἔφυ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]] (α. «έσπειρε τα πράγματά του εδώ κι [[εκεί]]» β. «τὸν χρυσὸν ἅπαντα τὸν ἐκ τοῡ ἄστεος καὶ τὸν ἄργυρον ἔσπειρε ἀπὸ τοῡ τείχεος ἐς τὸν Στρυμόνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διαδίδω]] (α. «έσπειρε ανατρεπτικές ιδέες» β. «μὴ σὺν φθόνῳ τε καὶ πολυγλώσσῳ βοῇ σπείρῃ ματαίαν βάξιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[σπέρνω]] στη [[θάλασσα]] (ή στον άμμο)» και «πόντον [[σπείρω]]» — [[κοπιάζω]] άδικα, [[ματαιοπονώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> α) «όπως έσπειρες, θα θερίσεις» — ανάλογη με τις πράξεις σου θα [[είναι]] η [[ανταμοιβή]] σου<br />β) «σπέρνει ανέμους και θα θερίσει θύελλες» — οι επικίνδυνες ή απρόσεχτες ενέργειες έχουν πολύ [[κακά]] αποτελέσματα<br />γ) «[[σπέρνω]] ζιζάνια» — [[ενσπείρω]] διχόνοιες, [[βάζω]] φιτίλια<br />δ) «όπου δεν σέ σπέρνουν να μη φυτρώνεις» — να μην επεμβαίνεις σε ξένες υποθέσεις, να μην επεμβαίνεις [[εκεί]] όπου δεν έχεις [[καμιά]] [[αρμοδιότητα]]<br />ε) «γειά σου Γιάννη! [[κουκιά]] [[σπέρνω]]» — λέγεται για εκείνους που απαντούν άλλα αντ' άλλων, όπως το παθαίνουν [[συχνά]] οι βαρύκοοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>οἱ σπείροντες</i><br />οι γονείς<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ.) <i>ἡ σπειρομένη</i><br />το καλλιεργήσιμο [[τμήμα]] μιας περιοχής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αἰσχρώς μὲν ἔσπειρας κακῶς δ' ἐθέρισας» — τα αποτελέσματα τών κακών ενεργειών σου ήταν ανάλογα με τις προθέσεις σου, τιμωρήθηκες όπως σού άξιζε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σπείρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπερ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>er</i>- με αρχική σημ. «[[χύνω]], [[διασκορπίζω]]» και στη [[συνέχεια]] «[[σπείρω]]» και συνδέεται με αρμ. <i>sp</i>'<i>iŕ</i> «σκορπισμένος», <i>sp</i>'<i>ŕem</i> «[[διασπείρω]]», [[καθώς]] και με τ. τών νεώτερων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spray</i>, <i>spread</i>, γερμ. <i>spritzen</i>, <i>spreizen</i>). Η [[άποψη]] ότι η [[ρίζα]] αυτή συνδέεται με τη [[ρίζα]] του ρ. [[σπαίρω]] δεν θεωρείται πιθανή. Αξιοσημείωτο [[είναι]], [[επίσης]], ότι στην Ελληνική δεν χρησιμοποιήθηκε η ΙΕ [[ρίζα]] <i>s</i><i>ē</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>semen</i> «[[σπέρμα]]», <i>sero</i> «[[σπείρω]]», γαλλ. <i>semer</i>, γερμ. <i>saen</i> <b>κ.λπ.</b>), η οποία είχε [[κυρίως]] τη σημ. «[[σπέρνω]]» και η οποία είχε ευρεία [[διάδοση]] στις υπόλοιπες ΙΕ γλώσσες. Τα παρ. του ρ. [[σπείρω]] εμφανίζουν [[τρεις]] μορφές θ.: <i>σπερ</i>-της απαθούς βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>σπέρ</i>-<i>μα</i>), [[σπορ]]-της ετεροιωμένης (<b>πρβλ.</b> <i>σπόρ</i>-<i>ος</i>, [[σπορ]]-<i>ά</i>, [[σπορ]]-<i>άς</i>) και <i>σπαρ</i>- της συνεσταλμένης (<b>πρβλ.</b> [[σπαρτός]]). Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[σπέρνω]] προήλθε από τον αόρ. <i>έσπειρα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έφθισα</i>: [[φθίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σπαρτός]], [[σπέρμα]], [[σπορά]], [[σπόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σπαρνός]], [[σποράς]], [[σπορευτός]], [[σπορητός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σπορεύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σπάρμα]], [[σπάρσιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <i>αποσπείρω</i> / [[αποσπέρνω]], [[διασπείρω]], [[εγκατασπείρω]], [[ενσπείρω]], [[επανασπείρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενδιασπείρω]], [[επισπείρω]], [[κατασπείρω]], [[παρασπείρω]], [[περισπείρω]], [[προδιασπείρω]], [[προκατασπείρω]], [[προϋποσπείρω]], [[συγκατασπείρω]], [[υποσπείρω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπείρω:''' Ιων. παρατ. [[σπείρεσκον]], μέλ. <i>σπερῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔσπειρα</i>, παρακ. <i>ἔσπαρκα</i> — Παθ., αόρ. βʹ [[ἐσπάρην]] [ᾰ], παρακ. [[ἔσπαρμαι]]· [[σπέρνω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σπέρνω]] σπόρο, σε Ησίοδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπέρνω]] [[παιδιά]], [[γεννώ]], τα [[φέρνω]] στη [[ζωή]], σε Σοφ. — Παθ., γεννιέμαι, στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[διασκορπίζω]] όπως τον σπόρο, [[διασπείρω]], [[σκορπίζω]], [[διαδίδω]], [[εξαπλώνω]]· <i>χρυσὸν καὶ ἄργυρον</i>, σε Ηρόδ.· <i>δρόσον</i>, σε Ευρ.· [[εξαπλώνω]], [[επεκτείνω]], όπως το spargere vocesτου Βιργ., σε Σοφ. — Παθ., διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σπέρνω]] έναν αγρό, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· Παθ., ἡ σπειρομένη [[Αἴγυπτος]], το αρόσιμο [[τμήμα]] της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., <i>πόντον σπείρειν</i>, λέγεται για τη [[ματαιοπονία]], σε Θέογν.
}}
}}