Anonymous

ὑπακοή: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπακοή]], ΝΜΑ [[υπακούω]]<br /><b>1.</b> το να υπακούει [[κανείς]], [[ευπείθεια]] (α. «[[υπακοή]] στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῡ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο [[τέλος]] της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. [[υπακοή]] κανόνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> η [[συμμόρφωση]] [[προς]] τους κανόνες και τις επιταγές<br /><b>2.</b> (κοινων.-ψυχολ.) η [[μεταβολή]] μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως [[απόκριση]] στην [[πίεση]] που πηγάζει από μια [[μορφή]] εξουσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]] ή [[χορός]]<br /><b>2.</b> [[απάντηση]] σε [[προσευχή]].
|mltxt=η / [[ὑπακοή]], ΝΜΑ [[υπακούω]]<br /><b>1.</b> το να υπακούει [[κανείς]], [[ευπείθεια]] (α. «[[υπακοή]] στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῡ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο [[τέλος]] της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. [[υπακοή]] κανόνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> η [[συμμόρφωση]] [[προς]] τους κανόνες και τις επιταγές<br /><b>2.</b> (κοινων.-ψυχολ.) η [[μεταβολή]] μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως [[απόκριση]] στην [[πίεση]] που πηγάζει από μια [[μορφή]] εξουσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]] ή [[χορός]]<br /><b>2.</b> [[απάντηση]] σε [[προσευχή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπᾰκοή:''' ἡ ([[ὑπακούω]]), [[υπακοή]], [[πειθαρχία]] σε [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}