Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς [[Σιμόεις]] συμβάλλετον ἠδὲ [[Σκάμανδρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για σωλήνες και αγωγούς) [[καταλήγω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] και ενώνομαι [[μαζί]] του (α. «τα [[νεύρα]] του σώματος συμβάλλουν στον νωτιαίο μυελό» β. «τῶν δακτύλων κατὰ τὰς ῥᾱγας συμβεβλημένων», Σωραν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντελώ]], [[συντείνω]] σε [[κάτι]] («η [[συμμετοχή]] του συνέβαλε στην [[επιτυχία]] έργου»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμβάλλομαι</i><br />[[υπογράφω]] [[συμφωνία]] ή [[συμβόλαιο]] με κάποιον [[άλλο]] («έχουν συμβληθεί να συμπράξουν στην [[ίδρυση]] της εταιρείας»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι συμβαλλόμενοι</i><br />τα μέρη που έχουν συνάψει [[σύμβαση]], [[συμβόλαιο]] ή [[συνθήκη]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.)<br /><i>οι συμβεβλημένοι</i><br />οι εταίροι, οι συνεργαζόμενοι, αυτοί που έχουν συμφωνήσει να μετέχουν σε κοινό οργανισμό, ασφαλιστικό [[ταμείο]] ή [[υπηρεσία]] υγείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μάχη]]) [[συγκρούω]], [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῡντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] («τοὺς δὲ ἀπὸ Φρυγίας συμβαλεῑν φασι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ταιριάζω]] σε [[κάτι]] («τὰ χεδροπὰ συμβάλλει εἰς τὰς [[νέας]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[επωφελής]], [[συμφέρω]] («συμβάλλει τῷ πολιτικῷ δικαίῳ [[είναι]]», Φιλόδ.)<br /><b>5.</b> ενώνομαι σε κάποιο [[σημείο]] («[[ἔνθα]] δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> συνάπτομαι, συνδυάζομαι («τοὺς τύπους [[ἀνάγκη]] συμβάλλειν ἑαυτοῑς», θεόφρ.)<br /><b>7.</b> <b>(γεωμ.)</b> συναντιέμαι («τὸ σημεῑον, καθ' ὅ συμβάλλουσιν», Αρχιμ.)<br /><b>8.</b> [[συνάπτω]], [[ενώνω]] («τὰ σχοινία τὰ παχέα συμβάλλοντες εἰς τὰς ὁλκάδας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[παρέχω]], [[δανείζω]] («[[πέρα]] μεδίμνου κριθῶν συμβάλλει», Ισαί.)<br /><b>10.</b> [[οδηγώ]] σε [[σύγκρουση]], [[προκαλώ]] [[συμπλοκή]] («ἐμὲ... καὶ Μενέλαον συμβάλετε... μάχεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>11.</b> [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («Ἕλληνες Μήδοις συνέβαλον», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>12.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] («ὥς γε [[εἶναι]] σμικρὰ ταῡτα μεγάλοισι συμβαλεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συμπεραίνω]], [[εικάζω]], [[υποθέτω]] («πῶς [[οἶσθα]]; τῷ δὲ συμβαλὼν ἔχεις, [[πάτερ]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> [[συμφωνώ]], [[προσδιορίζω]] από κοινού («[[καθάπερ]] ξυνέβαλον ἤ διέθεντο», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>15.</b> (το μέσ.) <i>συμβάλλομαι</i><br />α) (για ποταμούς) συνενώνομαι («ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ [[ὕδωρ]] συμβάλλεται», Αρρ.)<br />β) [[συνεισφέρω]] («[[ὥστε]] καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εὶς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[συντείνω]], [[συντελώ]] («ἡ [[τύχη]] οὐδὲν ἔλασσον συμβάλλεται εἰς τὸ ἐπαίρειν», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) [[προσθέτω]], [[δίνω]] κι εγώ («συμβαλοῡ γνώμην», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[συνεργάζομαι]], [[συμπράττω]] («σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι [[ἐναντίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) [[συναντώ]] τυχαία κάποιον («Νέστορι δὲ ξύμβληντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] («ὁ δὲ συμβαλλόμενος τοὺς μῆνας ἀπώμοσε», <b>Ηρόδ.</b>)<br />η) [[καταλαβαίνω]], [[κατανοώ]] («οἱ δὲ Σκύθαι οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ [[πρῆγμα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>16.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ συμβάλλοντα</i><br />οι συμβολές, τα [[σημεία]] ένωσης<br /><b>17.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ξυμβάλλων</i><br />αυτός που συμπλέκεται, που συγκρούεται<br /><b>18.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ. ως ουσ.)<br /><i>ὁ συμβολών</i><br />α) ο [[δανειστής]]<br />β) αυτός που συνάντησε κάποιον<br /><b>19.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβάλλω]] βλέφαρα» — [[κλείνω]] τα μάτια μου για να κοιμηθώ (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[συμβάλλω]] [[ὄμμα]]» — [[κλείνω]] τα μάτια του πεθαμένου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «δεξιὰς [[συμβάλλω]] τινί» — [[δίνω]] το [[χέρι]] μου σε κάποιον, [[ανταλλάσσω]] [[χειραψία]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[συμβάλλω]] λόγους» — [[συνομιλώ]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «[[συμβάλλω]] ἔπη [[κακά]]» — αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω [[βαριά]] [[λόγια]] (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς [[Σιμόεις]] συμβάλλετον ἠδὲ [[Σκάμανδρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για σωλήνες και αγωγούς) [[καταλήγω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] και ενώνομαι [[μαζί]] του (α. «τα [[νεύρα]] του σώματος συμβάλλουν στον νωτιαίο μυελό» β. «τῶν δακτύλων κατὰ τὰς ῥᾱγας συμβεβλημένων», Σωραν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντελώ]], [[συντείνω]] σε [[κάτι]] («η [[συμμετοχή]] του συνέβαλε στην [[επιτυχία]] έργου»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμβάλλομαι</i><br />[[υπογράφω]] [[συμφωνία]] ή [[συμβόλαιο]] με κάποιον [[άλλο]] («έχουν συμβληθεί να συμπράξουν στην [[ίδρυση]] της εταιρείας»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι συμβαλλόμενοι</i><br />τα μέρη που έχουν συνάψει [[σύμβαση]], [[συμβόλαιο]] ή [[συνθήκη]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.)<br /><i>οι συμβεβλημένοι</i><br />οι εταίροι, οι συνεργαζόμενοι, αυτοί που έχουν συμφωνήσει να μετέχουν σε κοινό οργανισμό, ασφαλιστικό [[ταμείο]] ή [[υπηρεσία]] υγείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μάχη]]) [[συγκρούω]], [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῡντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] («τοὺς δὲ ἀπὸ Φρυγίας συμβαλεῑν φασι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ταιριάζω]] σε [[κάτι]] («τὰ χεδροπὰ συμβάλλει εἰς τὰς [[νέας]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[επωφελής]], [[συμφέρω]] («συμβάλλει τῷ πολιτικῷ δικαίῳ [[είναι]]», Φιλόδ.)<br /><b>5.</b> ενώνομαι σε κάποιο [[σημείο]] («[[ἔνθα]] δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> συνάπτομαι, συνδυάζομαι («τοὺς τύπους [[ἀνάγκη]] συμβάλλειν ἑαυτοῑς», θεόφρ.)<br /><b>7.</b> <b>(γεωμ.)</b> συναντιέμαι («τὸ σημεῑον, καθ' ὅ συμβάλλουσιν», Αρχιμ.)<br /><b>8.</b> [[συνάπτω]], [[ενώνω]] («τὰ σχοινία τὰ παχέα συμβάλλοντες εἰς τὰς ὁλκάδας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[παρέχω]], [[δανείζω]] («[[πέρα]] μεδίμνου κριθῶν συμβάλλει», Ισαί.)<br /><b>10.</b> [[οδηγώ]] σε [[σύγκρουση]], [[προκαλώ]] [[συμπλοκή]] («ἐμὲ... καὶ Μενέλαον συμβάλετε... μάχεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>11.</b> [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («Ἕλληνες Μήδοις συνέβαλον», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>12.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] («ὥς γε [[εἶναι]] σμικρὰ ταῡτα μεγάλοισι συμβαλεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συμπεραίνω]], [[εικάζω]], [[υποθέτω]] («πῶς [[οἶσθα]]; τῷ δὲ συμβαλὼν ἔχεις, [[πάτερ]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> [[συμφωνώ]], [[προσδιορίζω]] από κοινού («[[καθάπερ]] ξυνέβαλον ἤ διέθεντο», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>15.</b> (το μέσ.) <i>συμβάλλομαι</i><br />α) (για ποταμούς) συνενώνομαι («ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ [[ὕδωρ]] συμβάλλεται», Αρρ.)<br />β) [[συνεισφέρω]] («[[ὥστε]] καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εὶς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[συντείνω]], [[συντελώ]] («ἡ [[τύχη]] οὐδὲν ἔλασσον συμβάλλεται εἰς τὸ ἐπαίρειν», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) [[προσθέτω]], [[δίνω]] κι εγώ («συμβαλοῡ γνώμην», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[συνεργάζομαι]], [[συμπράττω]] («σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι [[ἐναντίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) [[συναντώ]] τυχαία κάποιον («Νέστορι δὲ ξύμβληντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] («ὁ δὲ συμβαλλόμενος τοὺς μῆνας ἀπώμοσε», <b>Ηρόδ.</b>)<br />η) [[καταλαβαίνω]], [[κατανοώ]] («οἱ δὲ Σκύθαι οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ [[πρῆγμα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>16.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ συμβάλλοντα</i><br />οι συμβολές, τα [[σημεία]] ένωσης<br /><b>17.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ξυμβάλλων</i><br />αυτός που συμπλέκεται, που συγκρούεται<br /><b>18.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ. ως ουσ.)<br /><i>ὁ συμβολών</i><br />α) ο [[δανειστής]]<br />β) αυτός που συνάντησε κάποιον<br /><b>19.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβάλλω]] βλέφαρα» — [[κλείνω]] τα μάτια μου για να κοιμηθώ (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[συμβάλλω]] [[ὄμμα]]» — [[κλείνω]] τα μάτια του πεθαμένου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «δεξιὰς [[συμβάλλω]] τινί» — [[δίνω]] το [[χέρι]] μου σε κάποιον, [[ανταλλάσσω]] [[χειραψία]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[συμβάλλω]] λόγους» — [[συνομιλώ]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «[[συμβάλλω]] ἔπη [[κακά]]» — αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω [[βαριά]] [[λόγια]] (<b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έβᾰλον</i>, παρακ. <i>-βᾰλεῖν</i>, παρακ. -[[βέβληκα]] — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εβλήθην</i>· ο [[Όμηρος]] παραθέτει έναν αμτβ. αόρ. βʹ <i>συμβλήτην</i>, <i>-βλήμεναι</i> — Μέσ., <i>σύμβλητο</i>, <i>-βληντο</i>, <i>-βληται</i>, -[[βλήμενος]], με μέλ. [[συμβλήσομαι]], βʹ ενικ. [[συμβλήσεαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] από κοινού, [[εξακοντίζω]] μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· [[συνενώνω]] τα ρεύματα των ποταμών, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]] μαζί, [[συγκλείω]], [[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[κλείνω]] τα μάτια, κατά τον ύπνο ή τον θάνατο, σε Αισχύλ.· [[αλλά]], ποῖον [[ὄμμα]] συμβαλῶ; πώς θα συναντήσει το [[βλέμμα]] μου το [[βλέμμα]] της; σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[ενώνω]], [[συμβάλλω]] σχοινία, [[συστρέφω]] τα [[σχοινιά]], σε Αριστοφ.· [[ξυμβάλλω]] [[τὰς]] δεξιάς, [[δίνω]] τα χέρια, [[πραγματοποιώ]] [[χειραψία]], σε Ευρ.· [[συμβάλλω]] λόγους, στον ίδ. — Παθ., <i>κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας</i>, [[κριθάρι]] που έχει ριχτεί σε σωρούς [[μπροστά]] στα άλογα, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> [[συμβάλλω]] συμβόλαιά τινι ή [[πρός]] τινα, [[συνάπτω]] [[συμβόλαιο]] με κάποιον, του [[δανείζω]] χρήματα με [[ενέχυρο]], σε Δημ.· [[συμβόλαιον]] εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον, [[δανεισμός]] χρημάτων με ενεχυριασμό των [[δούλων]] ως [[εξασφάλιση]], στον ίδ.· απόλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">7.</b> [[συνεισφέρω]], [[δανείζω]], σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τὸ μὴ ἀγανακτεῖν ἄλλα πολλὰ συμβάλλεται</i>, πολλές περιστάσεις συμβάλλουν ώστε να μην [[αισθάνομαι]] [[αγανάκτηση]], σε Πλάτ.· <i>συμβάλλεσθαι εἰς</i> ή [[πρός]] τι, [[συνεισφέρω]], [[συντελώ]], [[χρησιμεύω]] σε [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. διαιρ., ξυμβάλλεται πολλὰ [[τοῦδε]] δείματος, [[πολλά]] πράγματα συνεισφέρουν το μερίδιό τους σ' αυτόν τον φόβο, δηλ. συμβάλλουν στο να προκαλείται, σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> <i>συμβάλλεσθαι γνώμας</i>, προσθέτω την άποψή μου σε κείνη των άλλων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">9.</b> <i>συμβάλλειν λόγους</i>, [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]]· και <i>συμβάλλειν</i>, απόλ., όπως το Λατ. conferre αντί conferre sermonem, [[συμβάλλω]] [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., <i>συμβάλλεσθαι λόγους</i>, σε Ξεν.· <i>συμβάλλεσθαί τι</i>, έχω [[κάτι]] να πω, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φέρνω]] τους άντρες αντιμέτωπους, με αρνητική [[σημασία]], [[στρέφω]] τον έναν [[εναντίον]] του άλλου, τους [[βάζω]] να πολεμήσουν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Μέσ., ενώνομαι στη [[μάχη]] με κάποιον.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[έρχομαι]] μαζί, [[πιάνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[έρχομαι]] στα χέρια, σε [[ρήξη]], [[συγκρούομαι]], <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[συμβάλλω]] μάχην, Λατ. committere pugnam, σε Ευρ.· ἔχθραν [[συμβάλλω]] τινί, στον ίδ.· μεταφ., <i>συμβαλεῖν ἔπη [[κακά]]</i>, [[αντικρούω]] τις ύβρεις με άσχημα [[λόγια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ., [[έρχομαι]] σε [[επαφή]] με κάποιον, τον [[συναντώ]] κατά [[τύχη]], με δοτ., σε Όμηρ., ο [[οποίος]] χρησιμοποιεί Επικ. αόρ. βʹ <i>ξύμβλητο</i> και μέλ. [[συμβλήσομαι]], αποκλειστικά με τη [[σημασία]] αυτή.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[βάζω]] μαζί, δίπλα, [[ενώνω]], [[συνάπτω]], [[συνάγω]], και στην Παθ., [[αντιστοιχώ]], αναλογώ, [[συνάδω]], [[ταιριάζω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.· τι [[πρός]] τι, σε Πλάτ. — Παθ., τὸ Βαβυλώνιον [[τάλαντον]] συμβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοεικόν, το Βαβυλωνιακό [[τάλαντο]] ([[νόμισμα]]) συγκρινόμενο, παραβαλλόμενο με το Ευβοϊκό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ., [[βάζω]] δίπλα, [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συγκρίνω]] την προσωπική μου [[γνώμη]] με τα γεγονότα, και ως εκ [[τούτου]] [[συμπεραίνω]], [[τεκμαίρομαι]], [[εικάζω]], [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., [[βρίσκω]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b>στη Μέσ., [[συμφωνώ]], [[προσδιορίζω]] από κοινού, [[καθορίζω]] μαζί με κάποιον, σε Ξεν.
}}
}}