Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έβᾰλον</i>, παρακ. <i>-βᾰλεῖν</i>, παρακ. -[[βέβληκα]] — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εβλήθην</i>· ο [[Όμηρος]] παραθέτει έναν αμτβ. αόρ. βʹ <i>συμβλήτην</i>, <i>-βλήμεναι</i> — Μέσ., <i>σύμβλητο</i>, <i>-βληντο</i>, <i>-βληται</i>, -[[βλήμενος]], με μέλ. [[συμβλήσομαι]], βʹ ενικ. [[συμβλήσεαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] από κοινού, [[εξακοντίζω]] μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· [[συνενώνω]] τα ρεύματα των ποταμών, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]] μαζί, [[συγκλείω]], [[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[κλείνω]] τα μάτια, κατά τον ύπνο ή τον θάνατο, σε Αισχύλ.· [[αλλά]], ποῖον [[ὄμμα]] συμβαλῶ; πώς θα συναντήσει το [[βλέμμα]] μου το [[βλέμμα]] της; σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[ενώνω]], [[συμβάλλω]] σχοινία, [[συστρέφω]] τα [[σχοινιά]], σε Αριστοφ.· [[ξυμβάλλω]] [[τὰς]] δεξιάς, [[δίνω]] τα χέρια, [[πραγματοποιώ]] [[χειραψία]], σε Ευρ.· [[συμβάλλω]] λόγους, στον ίδ. — Παθ., <i>κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας</i>, [[κριθάρι]] που έχει ριχτεί σε σωρούς [[μπροστά]] στα άλογα, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> [[συμβάλλω]] συμβόλαιά τινι ή [[πρός]] τινα, [[συνάπτω]] [[συμβόλαιο]] με κάποιον, του [[δανείζω]] χρήματα με [[ενέχυρο]], σε Δημ.· [[συμβόλαιον]] εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον, [[δανεισμός]] χρημάτων με ενεχυριασμό των [[δούλων]] ως [[εξασφάλιση]], στον ίδ.· απόλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">7.</b> [[συνεισφέρω]], [[δανείζω]], σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τὸ μὴ ἀγανακτεῖν ἄλλα πολλὰ συμβάλλεται</i>, πολλές περιστάσεις συμβάλλουν ώστε να μην [[αισθάνομαι]] [[αγανάκτηση]], σε Πλάτ.· <i>συμβάλλεσθαι εἰς</i> ή [[πρός]] τι, [[συνεισφέρω]], [[συντελώ]], [[χρησιμεύω]] σε [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. διαιρ., ξυμβάλλεται πολλὰ [[τοῦδε]] δείματος, [[πολλά]] πράγματα συνεισφέρουν το μερίδιό τους σ' αυτόν τον φόβο, δηλ. συμβάλλουν στο να προκαλείται, σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> <i>συμβάλλεσθαι γνώμας</i>, προσθέτω την άποψή μου σε κείνη των άλλων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">9.</b> <i>συμβάλλειν λόγους</i>, [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]]· και <i>συμβάλλειν</i>, απόλ., όπως το Λατ. conferre αντί conferre sermonem, [[συμβάλλω]] [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., <i>συμβάλλεσθαι λόγους</i>, σε Ξεν.· <i>συμβάλλεσθαί τι</i>, έχω [[κάτι]] να πω, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φέρνω]] τους άντρες αντιμέτωπους, με αρνητική [[σημασία]], [[στρέφω]] τον έναν [[εναντίον]] του άλλου, τους [[βάζω]] να πολεμήσουν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Μέσ., ενώνομαι στη [[μάχη]] με κάποιον.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[έρχομαι]] μαζί, [[πιάνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[έρχομαι]] στα χέρια, σε [[ρήξη]], [[συγκρούομαι]], <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[συμβάλλω]] μάχην, Λατ. committere pugnam, σε Ευρ.· ἔχθραν [[συμβάλλω]] τινί, στον ίδ.· μεταφ., <i>συμβαλεῖν ἔπη [[κακά]]</i>, [[αντικρούω]] τις ύβρεις με άσχημα [[λόγια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ., [[έρχομαι]] σε [[επαφή]] με κάποιον, τον [[συναντώ]] κατά [[τύχη]], με δοτ., σε Όμηρ., ο [[οποίος]] χρησιμοποιεί Επικ. αόρ. βʹ <i>ξύμβλητο</i> και μέλ. [[συμβλήσομαι]], αποκλειστικά με τη [[σημασία]] αυτή.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[βάζω]] μαζί, δίπλα, [[ενώνω]], [[συνάπτω]], [[συνάγω]], και στην Παθ., [[αντιστοιχώ]], αναλογώ, [[συνάδω]], [[ταιριάζω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.· τι [[πρός]] τι, σε Πλάτ. — Παθ., τὸ Βαβυλώνιον [[τάλαντον]] συμβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοεικόν, το Βαβυλωνιακό [[τάλαντο]] ([[νόμισμα]]) συγκρινόμενο, παραβαλλόμενο με το Ευβοϊκό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ., [[βάζω]] δίπλα, [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συγκρίνω]] την προσωπική μου [[γνώμη]] με τα γεγονότα, και ως εκ [[τούτου]] [[συμπεραίνω]], [[τεκμαίρομαι]], [[εικάζω]], [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., [[βρίσκω]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b>στη Μέσ., [[συμφωνώ]], [[προσδιορίζω]] από κοινού, [[καθορίζω]] μαζί με κάποιον, σε Ξεν.
|lsmtext='''συμβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έβᾰλον</i>, παρακ. <i>-βᾰλεῖν</i>, παρακ. -[[βέβληκα]] — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εβλήθην</i>· ο [[Όμηρος]] παραθέτει έναν αμτβ. αόρ. βʹ <i>συμβλήτην</i>, <i>-βλήμεναι</i> — Μέσ., <i>σύμβλητο</i>, <i>-βληντο</i>, <i>-βληται</i>, -[[βλήμενος]], με μέλ. [[συμβλήσομαι]], βʹ ενικ. [[συμβλήσεαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] από κοινού, [[εξακοντίζω]] μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· [[συνενώνω]] τα ρεύματα των ποταμών, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]] μαζί, [[συγκλείω]], [[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[κλείνω]] τα μάτια, κατά τον ύπνο ή τον θάνατο, σε Αισχύλ.· [[αλλά]], ποῖον [[ὄμμα]] συμβαλῶ; πώς θα συναντήσει το [[βλέμμα]] μου το [[βλέμμα]] της; σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[συνδέω]], [[ενώνω]], [[συμβάλλω]] σχοινία, [[συστρέφω]] τα [[σχοινιά]], σε Αριστοφ.· [[ξυμβάλλω]] [[τὰς]] δεξιάς, [[δίνω]] τα χέρια, [[πραγματοποιώ]] [[χειραψία]], σε Ευρ.· [[συμβάλλω]] λόγους, στον ίδ. — Παθ., <i>κριθὰς ἵπποις συμβεβλημένας</i>, [[κριθάρι]] που έχει ριχτεί σε σωρούς [[μπροστά]] στα άλογα, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> [[συμβάλλω]] συμβόλαιά τινι ή [[πρός]] τινα, [[συνάπτω]] [[συμβόλαιο]] με κάποιον, του [[δανείζω]] χρήματα με [[ενέχυρο]], σε Δημ.· [[συμβόλαιον]] εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον, [[δανεισμός]] χρημάτων με ενεχυριασμό των [[δούλων]] ως [[εξασφάλιση]], στον ίδ.· απόλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">7.</b> [[συνεισφέρω]], [[δανείζω]], σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τὸ μὴ ἀγανακτεῖν ἄλλα πολλὰ συμβάλλεται</i>, πολλές περιστάσεις συμβάλλουν ώστε να μην [[αισθάνομαι]] [[αγανάκτηση]], σε Πλάτ.· <i>συμβάλλεσθαι εἰς</i> ή [[πρός]] τι, [[συνεισφέρω]], [[συντελώ]], [[χρησιμεύω]] σε [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. διαιρ., ξυμβάλλεται πολλὰ [[τοῦδε]] δείματος, [[πολλά]] πράγματα συνεισφέρουν το μερίδιό τους σ' αυτόν τον φόβο, δηλ. συμβάλλουν στο να προκαλείται, σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> <i>συμβάλλεσθαι γνώμας</i>, προσθέτω την άποψή μου σε κείνη των άλλων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">9.</b> <i>συμβάλλειν λόγους</i>, [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]]· και <i>συμβάλλειν</i>, απόλ., όπως το Λατ. conferre αντί conferre sermonem, [[συμβάλλω]] [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., <i>συμβάλλεσθαι λόγους</i>, σε Ξεν.· <i>συμβάλλεσθαί τι</i>, έχω [[κάτι]] να πω, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φέρνω]] τους άντρες αντιμέτωπους, με αρνητική [[σημασία]], [[στρέφω]] τον έναν [[εναντίον]] του άλλου, τους [[βάζω]] να πολεμήσουν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Μέσ., ενώνομαι στη [[μάχη]] με κάποιον.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[έρχομαι]] μαζί, [[πιάνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[έρχομαι]] στα χέρια, σε [[ρήξη]], [[συγκρούομαι]], <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[συμβάλλω]] μάχην, Λατ. committere pugnam, σε Ευρ.· ἔχθραν [[συμβάλλω]] τινί, στον ίδ.· μεταφ., <i>συμβαλεῖν ἔπη [[κακά]]</i>, [[αντικρούω]] τις ύβρεις με άσχημα [[λόγια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ., [[έρχομαι]] σε [[επαφή]] με κάποιον, τον [[συναντώ]] κατά [[τύχη]], με δοτ., σε Όμηρ., ο [[οποίος]] χρησιμοποιεί Επικ. αόρ. βʹ <i>ξύμβλητο</i> και μέλ. [[συμβλήσομαι]], αποκλειστικά με τη [[σημασία]] αυτή.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[βάζω]] μαζί, δίπλα, [[ενώνω]], [[συνάπτω]], [[συνάγω]], και στην Παθ., [[αντιστοιχώ]], αναλογώ, [[συνάδω]], [[ταιριάζω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.· τι [[πρός]] τι, σε Πλάτ. — Παθ., τὸ Βαβυλώνιον [[τάλαντον]] συμβαλλόμενον πρὸς τὸ Εὐβοεικόν, το Βαβυλωνιακό [[τάλαντο]] ([[νόμισμα]]) συγκρινόμενο, παραβαλλόμενο με το Ευβοϊκό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ., [[βάζω]] δίπλα, [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συγκρίνω]] την προσωπική μου [[γνώμη]] με τα γεγονότα, και ως εκ [[τούτου]] [[συμπεραίνω]], [[τεκμαίρομαι]], [[εικάζω]], [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., [[βρίσκω]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b>στη Μέσ., [[συμφωνώ]], [[προσδιορίζω]] από κοινού, [[καθορίζω]] μαζί με κάποιον, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-βάλλω, Att. en soms ep. ξυμβάλλω, stamaor. dual. ξυμβλήτην, inf. ξυμβλήμεναι, med. ind. 3 sing. ξύμβλητο en 3 plur. ξύμβληντο, conj. 2 sing. συμβλήσεαι, 3 sing. ξύμβληται, ptc. ξυμβλήμενος; ook in tmes. act. van zaken bij elkaar voegen, bij elkaar gooien, met acc., m. n. van rivieren en hun water:; ἧχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος waar de Simoïs en de Skamander hun stromen samen laten stromen Il. 5.774; abs. samenkomen:; ἔνθα δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί waar twee wegen samenkomen Soph. OC 901; overdr..; διαφέροντα σ. εἰς ταὐτόν dingen die verschillen op één hoop gooien Plat. Plt. 285a; met acc. en dat..; δάκρυα δάκρυσι σ. tranen op tranen storten Eur. Or. 336; tegen elkaar stoten:; ῥινούς hun schilden Il.; samenvoegen, verbinden:; δεξιὰς σ. ἀλλήλοισι met elkaar de rechterhanden verbinden, d.w.z. elkaar de rechterhand geven Eur. IA 58; van touw vlechten:; σχοινία kabels Aristoph. Pax 37; van oogleden sluiten; Aeschl. Ag. 15; uitbr. van ogen. Aeschl. Ag. 1294. van personen en dieren bij elkaar zetten (om te laten vechten): met acc..; ἔμ ’ ἐν μέσσῳ καὶ ἀρηΐφιλον Μενέλαον συμβάλετε … μάχεσθαι zet mij en Menelaus in het midden bij elkaar om te vechten Il. 3.70; ook met acc. en dat. iem. tegenover iem.:; ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ συνέβαλον καὶ κύνα κυνί ze zetten man tegenover man en paard tegenover paard en hond tegenover hond Hdt. 5.1.2; alleen met dat. tegenkomen, ontmoeten:; τὼ δ ’ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν zij beiden ontmoetten elkaar in Messene Od. 21.15; met πρός + acc..; πρὸς ἐμὲ πάντες συμβάλλετε kom allemaal naar me toe Xen. Cyr. 6.2.41; in vijandige zin, met inf..; σ. μάχεσθαι een gevecht aangaan Il. 16.565; ook zonder inf. slaags raken, een gevecht aangaan; met dat., met πρός + acc. met iem.;; σ. εἰς πόλεμον met dat. met iem. oorlog voeren NT Luc. 14.31; ook met acc. v. h. inw. obj. en dat..; συμβαλὼν βάκχαις μάχην als je met de bacchanten een gevecht aangaat Eur. Ba. 837; van woorden (uit)wisselen, met acc. v. h. inw. obj. en dat. of πρός + acc. met iem.:; γυναιξὶ σ. λόγους woorden wisselen met vrouwen Eur. IA 830; ook abs..; συνέβαλλον πρὸς ἀλλήλους ze overlegden met elkaar NT Act. Ap. 4.15; van contracten of zaken overeenkomen:; σ. συμβόλαια πρὸς ἀλλήλους contracten met elkaar sluiten Plat. Resp. 425c; ook abs..; σ. πρὸς ἀλλήλους zaken doen met elkaar Plat. Alc.1 125d; (uit)lenen:. ὁπόσα δανεισμῷ συμβάλλει τις alwat iemand (aan geld) tegen rente uitzet Plat. Lg. 921d; πρὸς ἀλλήλας aan elkaar Aristoph. Eccl. 446. van mentale processen vergelijken (met), met acc. en dat. of πρός + acc.:; σμικρὰ μεγάλοισι kleine dingen met grote dingen Hdt. 2.10.1; σ. πρὸς ἄλληλα met elkaar vergelijken Plat. Tht. 186b; (door vergelijking) concluderen, vermoeden, raden, afleiden:; τῷ … τοῦτο συμβαλὼν ἔχεις; waaruit heb je dit opgemaakt? Soph. OC 1474; met ὅτι -zin; begrijpen, interpreteren:. τοὖναρ de droom Eur. IT 55; ἔπη de woorden Eur. Med. 675; τὴν μαντείαν het orakel Plat. Crat. 384a. med. bijdragen, als bijdrage verschaffen of leveren: met acc. en dat..; ὁλκάδα οἱ συμβαλέεσθαι hem als bijdrage een vrachtschip te zullen leveren Hdt. 3.135.2; ἡμῖν... βοήθειαν συμβάλλονται zij verlenen ons hulp Plat. Lg. 836b; μέρος σ. een deel bijdragen = μοῖραν σ. Plat. Tim. 47c; met εἰς of πρός + acc. aan iets:; χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εἰς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν leverden hem een financiële bijdrage aan het onderhoud van de soldaten Xen. An. 1.1.9; ook abs..; ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται draagt bij aan zijn volume Hdt. 4.50.1; in een gesprek of discussie. ἀδυνατῶ … καὶ ὁτιοῦν συμβαλέσθαι λόγου ἀξίον ik ben niet in staat om ook maar iets waardevols bij te dragen Plat. Ion 532c; σ. γνώμην zijn mening geven = σ. λόγον Plat. Lg. 905c; σ. λόγους debatteren, discussiëren Xen. Cyr. 2.2.1; ἀλλὰ τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς συμβάλλομαι maar wat heb ik bij te dragen over diefstal? Xen. An. 4.6.14. tegenkomen, ontmoeten; met dat. iem.:; Νέστορι … ξύμβληντο ze kwamen Nestor tegen Il. 14.27; in vijandige zin, met inf.. σ. μάχεσθαι ἐναντίον een frontaal gevecht aangaan Il. 12.377. overeenkomen, afspreken: met acc..; λόφον een heuvel (om op te verzamelen) Xen. An. 6.3.3; ξενίαν ξ. vriendschap sluiten Xen. An. 6.6.35; met πρός + acc. een overeenkomst sluiten met. Thuc. 5.77.1. van mentale processen concluderen, vermoeden, raden, afleiden;; τῇδε συμβαλλόμενος, ὅτι wat hij hieruit afleidde, dat Hdt. 3.68.2; met inf..; συνεβάλετο … ἐκ τοῦ ὀνείρου … τελευτήσειν hij maakte uit de droom op dat hij zou sterven Hdt. 6.107.2; met AcI.; met indir. vraagzin; οὐδ ’ ἔχω σ. ἐπ ’ ὅτευ ik kan niet raden op grond waarvan Hdt. 4.45.2; begrijpen, interpreteren:; τὸ πρῆγμα de zaak Hdt. 4.111.1; berekenen, uitrekenen; pass.. ἡ … ὁδὸς ἡ ἡμερησίη ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι de afstand van een dag reizen heb ik berekend op tweehonderd stadiën Hdt. 4.101.3.
}}
}}