Anonymous

πρόοπτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, και αττ. τ. [[προὖπτος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[προφανής]], [[ολοφάνερος]] ή [[αναπότρεπτος]] (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», <b>Θουκ.</b><br />β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λίγο) [[σαφής]] («[[προὖπτος]] ἀγγέλου [[λόγος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που διαπρέπει σε [[κάτι]] («[[γύναιον]] κάλλει σώματος πρόοπτον», Επιφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>κάτ</i>-<i>οπτος</i>, [[περί]]-<i>οπτος</i>].
|mltxt=-ον, και αττ. τ. [[προὖπτος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[προφανής]], [[ολοφάνερος]] ή [[αναπότρεπτος]] (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», <b>Θουκ.</b><br />β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λίγο) [[σαφής]] («[[προὖπτος]] ἀγγέλου [[λόγος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που διαπρέπει σε [[κάτι]] («[[γύναιον]] κάλλει σώματος πρόοπτον», Επιφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>κάτ</i>-<i>οπτος</i>, [[περί]]-<i>οπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόοπτος:''' Αττ. συνηρ. [[προὖπτος]], <i>-ον</i>, ρημ. επίθ. του [[προοράω]] (μέλ. <i>-όψομαι</i>), προβλεπόμενος, [[καταφανής]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}