Anonymous

πρόοπτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόοπτος:''' Αττ. συνηρ. [[προὖπτος]], <i>-ον</i>, ρημ. επίθ. του [[προοράω]] (μέλ. <i>-όψομαι</i>), προβλεπόμενος, [[καταφανής]], σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''πρόοπτος:''' Αττ. συνηρ. [[προὖπτος]], <i>-ον</i>, ρημ. επίθ. του [[προοράω]] (μέλ. <i>-όψομαι</i>), προβλεπόμενος, [[καταφανής]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόοπτος:''' стяж. [[προὖπτος]] или [[προῦπτος]] 2 явный, очевидный ([[θάνατος]] Her.; [[κίνδυνος]] Thuc.): π. ἀγγέλου [[λόγος]] Aesch. сообщенная весть (оказалась) верна.
}}
}}