3,270,829
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόοπτος:''' Αττ. συνηρ. [[προὖπτος]], <i>-ον</i>, ρημ. επίθ. του [[προοράω]] (μέλ. <i>-όψομαι</i>), προβλεπόμενος, [[καταφανής]], σε Ηρόδ., Αττ. | |lsmtext='''πρόοπτος:''' Αττ. συνηρ. [[προὖπτος]], <i>-ον</i>, ρημ. επίθ. του [[προοράω]] (μέλ. <i>-όψομαι</i>), προβλεπόμενος, [[καταφανής]], σε Ηρόδ., Αττ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόοπτος:''' стяж. [[προὖπτος]] или [[προῦπτος]] 2 явный, очевидный ([[θάνατος]] Her.; [[κίνδυνος]] Thuc.): π. ἀγγέλου [[λόγος]] Aesch. сообщенная весть (оказалась) верна. | |||
}} | }} |