Anonymous

προδιαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] εκ τών προτέρων («δεδιότες...μὴ προδιαφθαρῇ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαφθείρω]] με [[δωροδοκία]] («προδιαφθείρας τοὺς κριτάς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[γάλα]]) αλλοιώνομαι, [[χαλώ]] από [[πριν]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] εκ τών προτέρων («δεδιότες...μὴ προδιαφθαρῇ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαφθείρω]] με [[δωροδοκία]] («προδιαφθείρας τοὺς κριτάς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[γάλα]]) αλλοιώνομαι, [[χαλώ]] από [[πριν]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προδιαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, [[καταστρέφω]] εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.· [[αφανίζω]] εκ των προτέρων, σε Δημ. — Παθ., σε Θουκ.
}}
}}