Anonymous

προδιαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προδιαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, [[καταστρέφω]] εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.· [[αφανίζω]] εκ των προτέρων, σε Δημ. — Παθ., σε Θουκ.
|lsmtext='''προδιαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, [[καταστρέφω]] εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.· [[αφανίζω]] εκ των προτέρων, σε Δημ. — Παθ., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προδιαφθείρω:''' <b class="num">1)</b> ранее совершенно уничтожать: δεδιότες περὶ τῆ Ποτιδαίᾳ μὴ προδιαφθαρῇ Thuc. боясь, как бы у них до этого не была отнята Потидея;<br /><b class="num">2)</b> развращать, совращать (τινὰ ἐλπίσι καὶ λόγοις Plut.);<br /><b class="num">3)</b> подкупать (τοὺς κριτάς Dem.).
}}
}}