Anonymous

ἐμπάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπάζομαι]] (AM)<br />[[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φοβάμαι]], [[σέβομαι]].
|mltxt=[[ἐμπάζομαι]] (AM)<br />[[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φοβάμαι]], [[σέβομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπάζομαι:''' (πιθ. από το [[ἔμπαιος]]), αποθ., μόνο σε ενεστ., [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]], [[μεριμνώ]], [[φροντίζω]], [[νοιάζομαι]], [[ενδιαφέρομαι]] για [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ.· [[άπαξ]] (σε [[μία]] [[περίπτωση]] μόνο), με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}